Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Hans H. Hoppe: Τα βήματα προς την πλήρη αποκρατικοποίηση της κοινωνίας

 

Δοκίμιο του Hans Hermann Hoppe, που δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2021. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής. Χρόνος ανάγνωσης 19'. 

   



Έχω τρεις στόχους. Πρώτον, θέλω να διευκρινίσω την φύση και τη λειτουργία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Δεύτερον, θέλω να διευκρινίσω τη διάκριση μεταξύ «κοινών» αγαθών και ιδιοκτησίας, και «δημόσιων» αγαθών και περιουσίας, και να εξηγήσω το δομικό σφάλμα που είναι εγγενές στον θεσμό των δημόσιων αγαθών και της δημόσιας περιουσίας. Τρίτον, θέλω να εξηγήσω τη λογική και τις αρχές της ιδιωτικοποίησης.




I. Θεωρητικά προκαταρκτικά

Θα ξεκινήσω με μερικές αφηρημένες αλλά θεμελιώδεις θεωρητικές εκτιμήσεις σχετικά με τις αιτίες των συγκρούσεων και τον σκοπό των κοινωνικών κανόνων. Αν δεν υπήρχαν διαπροσωπικές συγκρούσεις, δεν θα υπήρχε η ανάγκη για κανόνες (νόρμες). Σκοπός των κανόνων είναι να βοηθήσουν στην αποφυγή κατά τα άλλα αναπόφευκτων συγκρούσεων. Ένας κανόνας που δημιουργεί σύγκρουση, αντί να βοηθά στην αποφυγή της, είναι αντίθετος με τον σκοπό των κανόνων, δηλαδή, είναι ένας δυσλειτουργικός κανόνας ή μια στρέβλωση.


Μερικές φορές πιστεύεται ότι οι συγκρούσεις προκύπτουν από το απλό γεγονός της ύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα ή απόψεις. Αλλά αυτό το σκεπτικό είναι εσφαλμένο, ή τουλάχιστον εξαιρετικά ατελές. Απλά και μόνο από την ποικιλία των ατομικών συμφερόντων και απόψεων, δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να προκύψουν συγκρούσεις. Εγώ, για παράδειγμα, θέλω να βρέχει και ο γείτονάς μου θέλει να λάμπει ο ήλιος. Τα συμφέροντά μας είναι αντίθετα. Ωστόσο, επειδή ούτε εγώ, ούτε ο γείτονάς μου ελέγχουμε τον ήλιο ή τα σύννεφα, τα αντικρουόμενα συμφέροντά μας δεν έχουν πρακτικές συνέπειες. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τον καιρό. Ομοίως, μπορεί να πιστεύω ότι το Α προκαλεί το Β, και εσείς να πιστεύετε ότι το Β προκαλείται από το Γ. Ή να πιστεύω και προσεύχομαι στον Θεό, και εσείς όχι. Αλλά αν αυτή είναι όλη κι όλη η διαφορά, δεν υπάρχει μεταξύ μας καμία πρακτική συνέπεια. Τα διαφορετικά συμφέροντα και οι πεποιθήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε σύγκρουση μόνο όταν τίθενται σε λειτουργία -όταν συνυφαίνονται ή εφαρμόζονται σε αντικείμενα υπό τον έλεγχό μας, στα οικονομικά αγαθά, ή αλλιώς τα μέσα της ανθρώπινης δράσης.


Ακόμα και αν τα συμφέροντα και οι ιδέες μας συνδέονται και εφαρμόζονται με/σε οικονομικά αγαθά, καμία σύγκρουση δεν έχει αποτέλεσμα εφόσον τα συμφέροντα και οι ιδέες μας αφορούν αποκλειστικά διαφορετικά - υλικώς ξεχωριστά - αγαθά. Η σύγκρουση προκύπτει μόνο εάν τα διαφορετικά συμφέροντα και οι πεποιθήσεις μας συνδέονται και επενδύονται σε ένα και μόνο αγαθό. Στην μυθική Schlaraffenland , 1


 

με μια υπερπληθώρα αγαθών, δεν μπορεί να προκύψει καμία σύγκρουση (εκτός από τις συγκρούσεις σχετικά με τη αξιοποίηση των σωμάτων μας, στα οποία ενσαρκώνοται τα ίδια μας τα συμφέροντα και οι ιδέες μας). Υπάρχουν αρκετά αγαθά για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες όλων. Προκειμένου τα διαφορετικά συμφέροντα και οι διαφορετικές ιδέες να οδηγήσουν σε σύγκρουση, τα αγαθά πρέπει να είναι πεπερασμένα. Μόνο η σπανιότητα καθιστά πιθανό το να συνυφανθούν με - και να επενδυθούν σε - ένα και το αυτό απόθεμα αγαθών. Οι διενέξεις, λοιπόν, είναι απτές συγκρούσεις σχετικά με τον έλεγχο του ενός και του αυτού δεδομένου αποθέματος αγαθών. Οι άνθρωποι συγκρούονται επειδή θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια αγαθά με διαφορετικούς, ασύμβατους μεταξύ τους τρόπους.


 


Ακόμη και σε συνθήκες σπανιότητας, ωστόσο, όταν οι συγκρούσεις είναι πιθανές, δεν είναι απαραίτητες ή αναπόφευκτες. Όλες οι συγκρούσεις σχετικά με τη χρήση οποιουδήποτε αγαθού μπορούν να αποφευχθούν εάν απλά κάθε αγαθό ανήκει σε κάποιον ιδιώτη, δηλαδή ελέγχεται αποκλειστικά από κάποιο συγκεκριμένο άτομο (α) και είναι πάντα σαφές ποιο πράγμα ανήκει σε ποιον, και ποιο όχι. Τα συμφέροντα και οι απόψεις των ατόμων μπορεί τότε να είναι όσο πιο διαφορετικές γίνεται, και όμως δεν θα προκύπτει σύγκρουση, εφόσον τα συμφέροντα και οι απόψεις τους αφορούν πάντα και αποκλειστικά τη δική τους διακριτή ιδιοκτησία.


Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, για να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση, είναι μόνο ένας κανόνας σχετικά με την ιδιωτικοποίηση των σπάνιων πραγμάτων (αγαθών). Πιο συγκεκριμένα, για να αποφευχθούν όλες οι συγκρούσεις από τις απαρχές της ανθρωπότητας και μετά, ο απαιτούμενος κανόνας αφορά αναπόφευκτα την αρχική ιδιοποίηση των αγαθών (ο πρώτος μετασχηματισμός των «αντικειμένων» της φύσης σε «οικονομικά αγαθά» και ιδιωτική ιδιοκτησία). Επιπλέον, η αρχική ιδιοποίηση αγαθών δεν μπορεί να συμβαίνει με μια λεκτική διακήρυξη, δηλαδή με μια απλή εκφώνηση λέξεων, γιατί αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει και να μην οδηγήσει σε μόνιμες και ανεπίλυτες συγκρούσεις μόνο εάν, αντίθετα με την αρχική μας υπόθεση για τα διαφορετικά συμφέροντα και τις απόψεις, υπήρχε μια προ-εγκαθιδρυμένη αρμονία των συμφερόντων και των ιδεών όλων των ανθρώπων. (Ωστόσο, σε εκείνη την περίπτωση δεν θα χρειάζονταν κανόνες εξ υπαρχής!)


Αντιθέτως, για να αποφευχθούν όλες οι αναπόφευκτες, κατά τα άλλα, συγκρούσεις η αρχική ιδιωτικοποίηση των αγαθών πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω κάποιων ενεργειών: μέσω πράξεων αρχικής οικειοποίησης αυτών που προηγουμένως ήταν απλά «πράγματα». Μόνο μέσω ενεργειών, που λαμβάνουν χώρα στο χρόνο και στο χώρο, μπορεί να δημιουργηθεί ένας αντικειμενικός - διακειμενικά εξακριβώσιμος - σύνδεσμος μεταξύ ενός συγκεκριμένου προσώπου και ενός συγκεκριμένου αγαθού. Και μόνο ο πρώτος ιδιοκτήτης ενός προηγουμένως άκτητου αντικειμένου μπορεί να αποκτήσει αυτό το αντικείμενο χωρίς σύγκρουση. Διότι, εξ ορισμού, ως πρώτος ιδιοκτήτης δεν μπορεί να έχει έρθει σε σύγκρουση με κανέναν για την ιδιοποίηση του εν λόγω αγαθού, καθώς όλοι οι άλλοι δεν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο παρά μόνο αργότερα. Κάθε ιδιοκτησία πρέπει να επιστρέφει νοητά, άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας αλυσίδας αμοιβαία επωφελών και, συνεπώς, χωρίς συγκρούσεις μεταβιβάσεων ιδιοκτησιακών τίτλων, σε αρχικούς ιδιοκτήτες και σε πράξεις αρχικής ιδιοποίησης.


Στην πραγματικότητα, αυτή η απάντηση είναι αποδεικτικά, - δηλαδή, όχι υποθετικά - αληθής. Ελλείψει μιας προ-εγκαθιδρυμένης αρμονίας όλων των ατομικών συμφερόντων, μόνο η ιδιωτική ιδιοκτησία μπορεί να βοηθήσει να αποφευχθεί η σε διαφορετική περίπτωση - υπό συνθήκες σπανιότητας - αναπόφευκτη σύγκρουση. Και μόνο η αρχή της απόκτησης ιδιοκτησίας, μέσω της αρχικής ιδιοποίησης ή της αμοιβαία επωφελούς μεταβίβασης από έναν προγενέστερο σε έναν μεταγενέστερο ιδιοκτήτη, καθιστά εφικτή την αποφυγή των συγκρούσεων εντελώς - από τις απαρχές της ανθρωπότητας έως το τέλος της. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Κάθε άλλη απόφαση είναι αντίθετη με τη φύση του ανθρώπου ως ορθολογικά δρώντος ατόμου.


Συμπερασματικά, ακόμη και υπό συνθήκες παντελούς σπανιότητας είναι πιθανό ότι τα άτομα με διαφορετικά συμφέροντα και ιδέες μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά -χωρίς σύγκρουση- υπό την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζουν τον θεσμό της ιδιωτικής (δηλαδή αποκλειστικής) ιδιοκτησίας και του πρώτιστου θεμελίου της, διαμέσω της πρακτικής της αρχικής ιδιοποίησης.




II. Ιδιωτική περιουσία, κοινά αγαθά και δημόσια περιουσία

Επιτρέψτε μου τώρα να περάσω από τη θεωρία, στην πράξη και την εφαρμογή. Ας υποθέσουμε ένα μικρό χωριό με ιδιόκτητα σπίτια, κήπους και χωράφια. Κατ' αρχήν, όλες οι συγκρούσεις σχετικά με τη χρήση αυτών των αγαθών μπορούν να αποφευχθούν, επειδή είναι σαφές ποιος κατέχει και έχει τον αποκλειστικό έλεγχο σε κάθε σπίτι, κήπο και χωράφι, και ποιος όχι.


Στη συνέχεια, ένας «δημόσιος» δρόμος εκτείνεται μπροστά από τα ιδιόκτητα σπίτια και ένα «δημόσιο» μονοπάτι οδηγεί μέσα από το δάσος στην άκρη του χωριού, σε μια λίμνη. Ποια είναι η κατάσταση αυτού του δρόμου και αυτού του μονοπατιού; Δεν αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία. Πράγματι, υποθέτουμε ότι κανείς δεν ισχυρίζεται πως είναι ο ιδιώτης ιδιοκτήτης του δρόμου ή του μονοπατιού. Αντίθετα, ο δρόμος και το μονοπάτι αποτελούν μέρος του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ενεργούν όλοι. Όλοι χρησιμοποιούν το δρόμο, αλλά κανείς δεν τον κατέχει ή δεν ασκεί αποκλειστικό έλεγχο στη χρήση του.


Είναι κατανοητό ότι αυτή η κατάσταση με δημόσιους δρόμους χωρίς ιδιοκτήτες μπορεί να συνεχιστεί για πάντα χωρίς να οδηγήσει σε σύγκρουση. Ωστόσο, δεν είναι πολύ ρεαλιστικό, επειδή αυτό απαιτεί να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας στατικής οικονομίας. Με την οικονομική μεταβολή και την ανάπτυξη, όμως, και ιδίως με έναν αυξανόμενο πληθυσμό, οι συγκρούσεις σχετικά με τη χρήση του δημόσιου δρόμου αναμένεται να αυξηθούν. Ενώ οι «συγκρούσεις για τον δρόμο» αρχικά μπορεί να ήταν τόσο σπάνιες και τόσο εύκολο να αποφευχθούν, ώστε να μην προκαλούσαν ανησυχία σε κανέναν, τώρα είναι πανταχού παρούσες και όχι πια ανεκτές. Ο δρόμος είναι συνεχώς μποτιλιαρισμένος και μονίμως σε κακή κατάσταση. Απαιτείται μια λύση. Ο δρόμος πρέπει να αφαιρεθεί από τη σφαίρα του περιβάλλοντος - των εξωτερικών «πραγμάτων» ή της κοινής ιδιοκτησίας - και να μπει στη σφαίρα των «οικονομικών αγαθών». Αυτή, η αυξανόμενη εξοικονόμηση στα πράγματα που θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως «δωρεάν αγαθά», είναι ο δρόμος του πολιτισμού και της προόδου.


Στο πρόβλημα της διαχείρισης των ολοένα και πιο ανυπόφορων συγκρούσεων σχετικά με τη χρήση της «κοινής περιουσίας» δύο λύσεις έχουν προταθεί και δοκιμαστεί. Η πρώτη - και σωστή - λύση είναι η ιδιωτικοποίηση του δρόμου. Η δεύτερη - λανθασμένη - λύση είναι να μετατραπούν οι δρόμοι σε αυτό που σήμερα ονομάζεται «δημόσια ιδιοκτησία» (η οποία είναι πολύ διαφορετική από τα προηγούμενα, άκτητα «κοινά» αγαθά και τις άκτητες περιουσίες). Το γιατί η δεύτερη λύση είναι εσφαλμένη ή δυσλειτουργική μπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτό σε αντιπαραβολή με την εναλλακτική επιλογή της ιδιωτικοποίησης.


Πώς είναι δυνατόν οι κοινόχρηστοι δρόμοι που παλαιότερα δεν είχαν ιδιοκτήτη, να ιδιωτικοποιηθούν χωρίς να δημιουργηθούν συγκρούσεις με άλλους; Η σύντομη απάντηση είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την προϋπόθεση ότι η ιδιωτικοποίηση των δρόμων δεν παραβιάζει τα προηγουμένως κατοχυρωμένα δικαιώματα - την εξυπηρέτηση - των ιδιοκτητών ιδιωτικών ακινήτων να χρησιμοποιούν αυτούς τους δρόμους «δωρεάν». Όλοι πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι να περπατούν στον δρόμο από σπίτι σε σπίτι, μέσα στο δάσος και προς τη λίμνη, όπως και πριν. Όλοι διατηρούν την προτεραιότητα που είχαν, και ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει χειροτερέψει η κατάστασή του με την ιδιωτικοποίηση του δρόμου. Σίγουρα, για να αντικειμενοποιήσει - και να επικυρώσει - κάποιος τον ισχυρισμό του ότι ο πρώην κοινός δρόμος είναι τώρα ιδιωτικός, και ότι αυτός (και κανένας άλλος) είναι ο ιδιοκτήτης του, ο ιδιοκτήτης (όποιος κι αν είναι) πρέπει να εκτελέσει κάποια ορατή εργασία συντήρησης και επισκευής κατά μήκος του δρόμου. Τότε, ως ιδιοκτήτης του, αυτός - και κανένας άλλος - μπορεί να αναπτύξει και να βελτιώσει περαιτέρω τους δρόμους όπως κρίνει σκόπιμο. Εκείνος θέτει τους κανόνες και τους κανονισμούς σχετικά με τη χρήση του δρόμου του, έτσι ώστε να αποφεύγονται όλες οι συγκρούσεις στο δρόμο. Μπορεί να φτιάξει μια καντίνα για χοτ-ντογκ ή bratwurst στο δρόμο του, για παράδειγμα, και να αποκλείσει τους άλλους από το να κάνουν το ίδιο. Ή μπορεί να απαγορεύσει τo να χασομεράει κανείς στο δρόμο του, και να εισπράττει κάποια αμοιβή για την αποκομιδή των σκουπιδιών. Όσον αφορά τους αλλοδαπούς ή τους ξένους, ο ιδιοκτήτης του δρόμου μπορεί να καθορίσει τους κανόνες εισόδου για τους απρόσκλητους αγνώστους. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ως ιδιώτης ιδιοκτήτης του μπορεί να πουλήσει τον δρόμο σε κάποιον άλλο (με όλα τα προγενέστερα κατοχυρωμένα δικαιώματα διέλευσης να παραμένουν άθικτα).


Σε όλα αυτά, είναι πιο σημαντικό το να γίνει μια ιδιωτικοποίηση παρά το ποια συγκεκριμένη μορφή θα πάρει. Στο ένα άκρο του φάσματος των πιθανών ιδιωτικοποιήσεων μπορούμε να φανταστούμε έναν μόνο ιδιοκτήτη. Ένας πλούσιος χωρικός, για παράδειγμα, αναλαμβάνει τη συντήρηση και την επισκευή του δρόμου και έτσι γίνεται ιδιοκτήτης του. Στην άλλη άκρη του φάσματος, μπορούμε να φανταστούμε ότι η αρχική συντήρηση ή επισκευή του δρόμου είναι το αποτέλεσμα μιας πραγματικά κοινοτικής προσπάθειας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει μόνο ένας ιδιοκτήτης του δρόμου, αλλά κάθε μέλος της κοινότητας είναι (αρχικά) ισότιμος συνιδιοκτήτης του. Ελλείψει μιας προ-εγκαθιδρυμένης αρμονίας όλων των συμφερόντων και των απόψεων, μια τέτοια συνιδιοκτησία απαιτεί έναν μηχανισμό λήψης αποφάσεων σχετικά με την περαιτέρω ανάπτυξη του δρόμου. Ας υποθέσουμε ότι, όπως και σε μια μετοχική εταιρεία, η πλειοψηφία των ιδιοκτητών του δρόμου είναι που καθορίζει τι να κάνει ή να μην κάνει με αυτόν. Αυτό, δηλαδή ο κανόνας της πλειοψηφίας, μυρίζει συγκρούσεις, αλλά σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα δεν είναι έτσι. Κάθε ιδιοκτήτης που είναι δυσαρεστημένος με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών, ο οποίος πιστεύει ότι τα βάρη που του επιβάλλονται από την πλειοψηφία είναι μεγαλύτερα από τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από την (μερική) ιδιοκτησία του στο δρόμο, μπορεί πάντα και ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψει ή να επιλέξει την«έξοδο» από το εγχείρημα. Μπορεί να πουλήσει το μερίδιο της ιδιοκτησίας του σε κάποιον άλλο, ανοίγοντας έτσι τη δυνατότητα συγκέντρωσης των τίτλων ιδιοκτησίας θεωρητικά σε έναν μόνο κάτοχο, διατηρώντας παράλληλα το αρχικό του δικαίωμα διέλευσης.


Αντίθετα, ένα πολύ διαφορετικό είδος ιδιοκτησίας του δρόμου δημιουργείται εάν η επιλογή εξόδου δεν υπάρχει, δηλαδή, εάν ένα άτομο δεν επιτρέπεται να πουλήσει το μερίδιό του στην ιδιοκτησία του δρόμου, ή του αφαιρεθεί το προηγούμενο δικαίωμα διέλευσης. Αυτό, ωστόσο, είναι ακριβώς αυτό που καθορίζει και χαρακτηρίζει τη δεύτερη, «δημόσια» εκδοχή ιδιοκτησίας. Ο δημόσιος δρόμος, με αυτή τη σύγχρονη έννοια της λέξης «δημόσιος», δεν είναι άκτητος όπως ήταν κάποτε. Υπάρχει ένας ιδιοκτήτης του δρόμου - είτε πρόκειται για ένα συγκεκριμένο άτομο, τον «βασιλιά του δρόμου», είτε για έναν δημοκρατικά εκλεγμένο κυβερνήτη του δρόμου - που έχει τον αποκλειστικό λόγο στον καθορισμό των κανόνων της κυκλοφορίας και στον καθορισμό της μελλοντικής ανάπτυξης του δρόμου. Αλλά ο κυβερνήτης του δρόμου δεν επιτρέπει στους εκλογείς του, δηλαδή στους ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι ισότιμοι συνιδιοκτήτες του δρόμου, να πουλήσουν το μερίδιο της ιδιοκτησίας τους (και έτσι τους καθιστά υποχρεωτικά ιδιοκτήτες σε κάτι το οποίο θα προτιμούσαν να αποχωριστούν).


Τα αποτελέσματα αυτής της διευθέτησης είναι προβλέψιμα. Αρνούμενος την επιλογή της «εξόδου», ο ιδιοκτήτης του «δημόσιου» δρόμου έχει πετύχει τον στραγγαλισμό του πληθυσμού του χωριού. Κατά συνέπεια, τα τέλη και οι άλλοι όροι που επιβάλλονται στους κατοίκους του χωριού για τη συνεχή χρήση του πρώην «δωρεάν» δρόμου θα τείνουν να γίνονται όλο και πιο επαχθή. Οι συγκρούσεις δεν θα αποφεύγονται. Το αντίθετο, οι συγκρούσεις θα είναι πλέον θεσμοθετημένες. Επειδή η επιλογή εξόδου είναι κλειστή, δηλαδή επειδή οι χρήστες του δημόσιου δρόμου πρέπει τώρα να πληρώνουν για ό,τι στο παρελθόν είχαν δωρεάν, και επειδή κανένας κάτοικος δεν μπορεί να πουλήσει και να απαλλαγεί από το μερίδιο της υποτιθέμενης ιδιοκτησίας του στον δρόμο, αλλά παραμένει συνεχώς δεσμευμένος από τις αποφάσεις που λαμβάνει ο κυβερνήτης ή βασιλιάς του δρόμου, όχι μόνο οι συγκρούσεις σχετικά με την περαιτέρω χρήση, συντήρηση και ανάπτυξη του ίδιου του δρόμου καθίστανται μόνιμες και πανταχού παρούσες, αλλά, με τους «δημόσιους» δρόμους εμφανίζονται συγκρούσεις εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχαν. Γιατί εάν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες των σπιτιών, των κήπων και των χωραφιών κατά μήκος του δρόμου πρέπει να καταβάλλουν εισφορές στον ιδιοκτήτη του δρόμου για να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που έκαναν πριν, δηλαδή, εάν πρέπει να πληρώνουν φόρους στον ιδιοκτήτη του δρόμου, τότε, με τον ίδιο τρόπο, ο ιδιοκτήτης του δρόμου έχει αποκτήσει τον έλεγχο των ιδιωτικών τους ιδιοκτησιών. Ο έλεγχος ενός ιδιώτη ιδιοκτήτη στη χρήση του σπιτιού του παύει πλέον να είναι αποκλειστικός. Αντίθετα, ο ιδιοκτήτης του παρακείμενου δρόμου μπορεί να παρεμβαίνει στις αποφάσεις ενός ιδιοκτήτη σχετικά με το σπίτι του. Μπορεί να πει στον ιδιοκτήτη του σπιτιού τι να κάνει ή να μην κάνει με το σπίτι του, εάν θέλει να βγαίνει ή να μπαίνει σ' αυτό όπως πριν. Δηλαδή, ο ιδιοκτήτης του δημόσιου δρόμου είναι σε μια θέση απ' όπου μπορεί να περιορίσει, και τελικά ακόμη και να εξαλείψει, δηλ. να απαλλοτριώσει, κάθε ιδιωτική ιδιοκτησία και κάθε ιδιοκτησιακό δικαίωμα, και επομένως να καταστήσει τις συγκρούσεις αναπόδραστες και πανταχού παρούσες.




III. Το σκεπτικό της ιδιωτικοποίησης

Θα πρέπει τώρα πια να έχει γίνει σαφές γιατί ο θεσμός της δημόσιας περιουσίας είναι δυσλειτουργικός. Οι θεσμοί και οι κανόνες που τα διέπουν έχουν τον σκοπό να βοηθούν στην αποφυγή των συγκρούσεων. Αλλά ο θεσμός της «δημόσιας» περιουσίας - των «δημόσιων» δρόμων - δημιουργεί και αυξάνει τις συγκρούσεις. Για λόγους αποφυγής των συγκρούσεων (για χάρη της ειρηνικής ανθρώπινης συνεργασίας), λοιπόν, η δημόσια περιουσία πρέπει να φύγει. Όλη η δημόσια περιουσία πρέπει να γίνει ιδιωτική ιδιοκτησία.


Αλλά πώς θα αποκρατικοποιηθεί ο «πραγματικός κόσμος», ο οποίος έχει αναπτυχθεί πολύ πέρα ​​από το απλό μοντέλο του χωριού που εξέταζα μέχρι τώρα; Σε αυτόν τον «πραγματικό κόσμο» δεν έχουμε μόνο δημόσιους δρόμους, αλλά και δημόσια πάρκα, δημόσια γη, ποτάμια, λίμνες, ακτογραμμές, κατοικίες, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, στρατώνες, αεροδρόμια, λιμάνια, βιβλιοθήκες, μουσεία, μνημεία, και πάει λέγοντας. Επίσης, επιπροσθέτως των τοπικών διοικήσεων έχουμε μια ιεραρχία «ανώτερων» περιφερειακών, και τελικά «υπέρτατων» εθνικών ή κεντρικών κυβερνήσεων ως ιδιοκτήτες τέτοιων αγαθών. Προβλέψιμα, επίσης, παράλληλα με την εδαφική επέκταση και διόγκωση του τομέα των δημόσιων αγαθών, στον οποίο οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών ακινήτων έχουν εμπλακεί χωρίς καμία «έξοδο διαφυγής», το εύρος των επιλογών που απομένει στους ανθρώπους όσον αφορά την ιδιωτική τους περιουσία γίνεται όλο και πιο περιορισμένο και στενό. Απομένει μόνο ένα μικρό, και ολοένα απομειούμενο πεδίο, όπου οι ιδιώτες ιδιοκτήτες των ακινήτων μπορούν ακόμα να λαμβάνουν ελεύθερα αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις απαλλαγμένες από κάποια πιθανή εισβολή ή παρέμβαση κάποιας δημόσιας αρχής. Ούτε καν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του δεν αφήνεται κανείς ελεύθερος και ανεμπόδιστος να ασκήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της περιουσίας του. Σήμερα, στο όνομα του κοινού καλού, και ως ιδιοκτήτες όλων των «δημόσιων αγαθών», τα κράτη μπορούν να εισβάλουν στο σπίτι σας, να δημεύσουν όλα τα υπάρχοντά σας, ακόμη και να απαγάγουν τα παιδιά σας. [σ.σ. σκεφτείτε τι θα συμβεί αν κάποιος γονέας δεν παραδώσει το παιδί του στο κρατικό σύστημα εκπαίδευσης]


Προφανώς, στον «πραγματικό κόσμο», το ερώτημα της ιδιωτικοποίησης είναι πιο δύσκολο από ό,τι στο απλό μοντέλο του χωριού. Αλλά το μοντέλο του χωριού και η στοιχειώδης κοινωνική θεωρία μπορούν να μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε την αρχή (αν και όχι όλες τις περιπλοκές λεπτομέρειες) που πρέπει να εφαρμοστεί σε αυτό το εγχείρημα. Η ιδιωτικοποίηση των «δημόσιων» αγαθών πρέπει να πραγματοποιηθεί με τρόπο που να μην παραβιάζει τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των ιδιοκτητών ιδιωτικών ακινήτων (όπως και ο πρώτος ιδιοκτήτης ενός παλαιότερα άκτητου κοινού δρόμου δεν παραβίαζε τα δικαιώματα κανενός εάν και στο μέτρο που αναγνώριζε το απαρεμπόδιστο δικαίωμα διέλευσης κάθε κατοίκου).


Επειδή οι «δημόσιοι» δρόμοι ήταν τα εφαλτήρια από τα οποία ξεπήδησαν όλα τα άλλα «δημόσια αγαθά», η διαδικασία ιδιωτικοποίησης θα πρέπει να ξεκινήσει με τους δρόμους. Με τη μετατροπή των προγενέστερα κοινών δρόμων σε «δημόσιους» δρόμους ξεκίνησε η επέκταση του τομέα των δημόσιων αγαθών και των εξουσιών του κράτους, και εδώ θα πρέπει να ξεκινήσουμε για τη λύση του προβλήματος.


Η ιδιωτικοποίηση των «δημόσιων» δρόμων έχει διπλό αποτέλεσμα. Από τη μία πλευρά, κανένας κάτοικος δεν υποχρεώνεται στο εξής να πληρώνει φόρο για τη συντήρηση ή την κατασκευή οποιουδήποτε τοπικού, επαρχιακού ή ομοσπονδιακού δρόμου. Η μελλοντική χρηματοδότηση όλων των οδών είναι αποκλειστικά ευθύνη των νέων ιδιοκτητών τους (όποιοι και αν είναι). Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τα δικαιώματα διέλευσης των κατοίκων, η ιδιωτικοποίηση δεν πρέπει να αφήσει κανέναν σε χειρότερη θέση απ' ό,τι ήταν αρχικά (ενώ δεν μπορεί να φέρει κανέναν σε καλύτερη). Αρχικά, κάθε κάτοικος του χωριού μπορούσε να ταξιδέψει ελεύθερα στον τοπικό δρόμο κατά μήκος της ιδιοκτησίας του, και μπορούσε να προχωρήσει εξίσου ελεύθερα από εκεί και πέρα, εφόσον οι εκτάσεις γύρω του ήταν άκτητες. Ωστόσο, εάν στις μετακινήσεις του συναντούσε κάτι που ήταν εμφανώς ιδιόκτητο, είτε ένα σπίτι ή χωράφι, είτε έναν δρόμο, η είσοδός του προϋπέθετε την άδεια ή την πρόσκληση του ιδιοκτήτη. Ομοίως, εάν ένας άγνωστος, μη κάτοικος συναντούσε έναν τοπικό δρόμο, η είσοδος σε αυτόν τον δρόμο υπόκειτο στην άδεια του (εγχώριου) ιδιοκτήτη του. Ο ξένος έπρεπε να προσκληθεί από κάποιον κάτοικο στην ιδιοκτησία του. Δηλαδή, οι άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν, αλλά κανείς δεν είχε ένα εντελώς απεριόριστο δικαίωμα διέλευσης. Κανείς δεν ήταν ελεύθερος να μετακινηθεί οπουδήποτε χωρίς να χρειαστεί ποτέ την άδεια ή την πρόσκληση κανενός. Η ιδιωτικοποίηση των δρόμων δεν μπορεί να αλλάξει αυτό το γεγονός και να αναιρέσει τέτοιους αρχικούς, φυσικούς περιορισμούς στην «ελευθερία των μετακινήσεων».


Εφαρμόζοντάς το στο πεδίο των τοπικών, επαρχιακών και εθνικών δρόμων, αυτό σημαίνει ότι, ως αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης των δρόμων, πρέπει να επιτρέπεται σε κάθε κάτοικο να ταξιδεύει ελεύθερα σε κάθε τοπικό, επαρχιακό και εθνικό δρόμο, ή εθνική οδό, όπως παλιά. Η είσοδος στους δρόμους διαφορετικών κρατών ή επαρχιών, και ιδιαίτερα διαφορετικών περιοχών , ωστόσο, δεν είναι εξίσου ελεύθερη, αλλά υπό την προϋπόθεση της άδειας ή της πρόσκλησης των ιδιοκτητών αυτών των δρόμων. Οι τοπικοί δρόμοι πάντοτε - πραξεολογικά - προηγούνται των ενδο-περιφερειακών ή δια-περιφερειακών δρόμων, και ως εκ τούτου η είσοδος σε διαφορετικές τοποθεσίες δεν ήταν ποτέ ελεύθερη, αλλά πάντα και παντού υπό την προϋπόθεση κάποιας τοπικής άδειας ή πρόσκλησης. Αυτό το αρχικό δεδομένο αποκαθίσταται και ενισχύεται με τους ιδιωτικοποιημένους δρόμους.


Σήμερα, στους «δημόσιους» δρόμους, όπου ουσιαστικά επιτρέπεται σε όλους να πηγαίνουν παντού και οπουδήποτε, χωρίς κανέναν «διακριτικό» περιορισμό πρόσβασης, η σύγκρουση με τη μορφή της «εξαναγκαστικής ενσωμάτωσης», δηλαδή της υποχρέωσης να δεχτεί κάποιος απρόσκλητους ξένους εντός της ιδιοκτησίας του, έχει γίνει πανταχού παρούσα. Σε αντίστιξη, με την ιδιωτικοποίηση κάθε δρόμου, και συγκεκριμένα κάθε τοπικού δρόμου, οι γειτονιές και οι κοινότητες αποκτούν το αρχικό τους δικαίωμα να αποκλείουν, το οποίο αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (εξίσου με το δικαίωμα της ένταξης, δηλαδή το δικαίωμα πρόσκλησης κάποιου στην ιδιοκτησία κάποιου). Οι ιδιοκτήτες των δρόμων της γειτονιάς και της κοινότητας, ενώ δεν παραβιάζουν το δικαίωμα διέλευσης ή πρόσβασης οποιουδήποτε κατοίκου, μπορούν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις εισόδου για τους απρόσκλητους ξένους (αλλοδαπούς χωρίς έγγραφα) στους δρόμους τους, κι έτσι να αποτρέπουν το φαινόμενο της εξαναγκαστικής ενσωμάτωσης.


Όμως ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες των δρόμων; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, και να επικυρώσει τον ισχυρισμό του, ότι κατέχει τους τοπικούς, επαρχιακούς ή εθνικούς δρόμους; Αυτοί οι δρόμοι δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου είδους κοινοτικής προσπάθειας, ούτε είναι το αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου σαφώς αναγνωρίσιμου ατόμου, ή ομάδας ατόμων. Πράγματι, κυριολεκτικά μιλώντας, οι εργάτες της οδοποιίας έφτιαξαν τους δρόμους. Αλλά αυτό δεν τους καθιστά ιδιοκτήτες των δρόμων, μιας και οι εργαζόμενοι αυτοί χρειάστηκε να πληρωθούν για να κάνουν τη δουλειά τους. Χωρίς την πληρωμή τους, δεν θα υπήρχε δρόμος. Ωστόσο, τα κεφάλαια που καταβλήθηκαν στους εργαζόμενους ήταν αποτέλεσμα της καταβολής φόρων από τους φορολογούμενους. Κατά συνέπεια, οι δρόμοι θα πρέπει να θεωρούνται ως ιδιοκτησία αυτών των φορολογουμένων. Στους πρώην φορολογούμενους, ανάλογα με το ποσό των τοπικών, περιφερειακών και κρατικών φόρων που κατέβαλαν, θα πρέπει να αποδοθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας στους τοπικούς, περιφερειακούς και εθνικούς δρόμους.


Το ίδιο ισχύει ουσιαστικά και για την ιδιωτικοποίηση όλης της υπόλοιπης δημόσιας ιδιοκτησίας, όπως τα σχολεία, τα νοσοκομεία, κλπ. Ως αποτέλεσμα, όλες οι καταβολές φόρων για τη συντήρηση και τη λειτουργία αυτής της ιδιοκτησίας σταματούν. Η χρηματοδότηση και η ανέγερση σχολείων και νοσοκομείων κ.λπ. , εξαρτάται στο εξής αποκλειστικά από τους νέους, ιδιώτες ιδιοκτήτες τους. Ομοίως, οι νέοι ιδιοκτήτες μιας τέτοιας πρώην «δημόσιας» περιουσίας είναι εκείνοι οι κάτοικοι που τα χρηματοδότησαν πραγματικά. Σε αυτούς, σύμφωνα με το ποσό των φόρων που καταβλήθηκαν, θα πρέπει να εκχωρηθούν οι προς πώληση μετοχές των σχολείων, των νοσοκομείων κ.λπ. Ξεχωριστά από την περίπτωση των δρόμων, ωστόσο, οι νέοι ιδιοκτήτες των σχολείων και των νοσοκομείων δεν περιορίζονται από οποιοδήποτε υποχρέωση εξυπηρέτησης ή παραχώρηση δικαιωμάτων εισόδου στις μελλοντικές χρήσεις της περιουσίας τους. Τα σχολεία και τα νοσοκομεία, σε αντίθεση με τους δρόμους, δεν ήταν προγενέστερα κοινή περιουσία πριν μετατραπούν σε «δημόσια». Τα σχολεία και τα νοσοκομεία απλώς δεν υπήρχαν καθόλου ως περιουσία πριν, δηλαδή μέχρι την αρχική κατασκευή τους. Και ως εκ τούτου κανείς (εκτός από τους πραγματικούς κατασκευαστές τους) δεν μπορεί να έχει αποκτήσει προηγούμενο δικαίωμα εξυπηρέτησης ή δικαίωμα εισόδου αναφορικά με τη χρήση τους. Κατά συνέπεια, οι νέοι ιδιώτες ιδιοκτήτες των σχολείων, των νοσοκομείων κ.λπ., είναι ελεύθεροι να ορίσουν τις προϋποθέσεις εισόδου για τα ακίνητά τους και να καθορίσουν εάν θέλουν να συνεχίσουν να λειτουργούν ως σχολεία και νοσοκομεία, ή εάν προτιμούν να τα χρησιμοποιήσουν για κάποιον διαφορετικό σκοπό.




IV. Προσθήκη περί ιδιωτικοποίησης: Αρχές και εφαρμογές

Η μόνη αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα της σύγκρουσης, δηλαδή η μόνη νόρμα ή κανόνας που μπορεί να διασφαλίσει την αποφυγή των συγκρούσεων από τις απαρχές της ανθρωπότητας και μετά, και να προσφέρει «αιώνια ειρήνη», είναι ο θεσμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, που τελικά βασίζεται σε πράξεις αρχικής ιδιοποίησης προηγουμένως άκτητων ή «κοινών» πόρων. Αντίθετα, ο θεσμός της δημόσιας περιουσίας ξεκινά με τη σύγκρουση, δηλαδή με μια πράξη αρχικής απαλλοτρίωσης ορισμένων πρώην ιδιωτικών ιδιοκτησιών (και όχι με την ιδιοποίηση προηγουμένως μη κατοχυρωμένων αγαθών). Και η δημόσια περιουσία δεν βάζει τέλος στη σύγκρουση και την απαλλοτρίωση, αλλά τις θεσμοθετεί και τις καθιστά μόνιμες. Ως εκ τούτου, προκύπτει η επιτακτική ανάγκη της ιδιωτικοποίησης, και επομένως, της αρχής της επανόρθωσης, δηλαδή, της αναγνώρισης ότι η δημόσια περιουσία πρέπει να επιστραφεί qua (ως) ιδιωτική περιουσία σε εκείνους από τους οποίους είχε αφαιρεθεί βίαια. Δηλαδή, η δημόσια ιδιοκτησία πρέπει να γίνει η ιδιωτική ιδιοκτησία εκείνων που την χρηματοδότησαν (ή χορήγησαν με κάποιον άλλο τρόπο αυτά τα αγαθά) και οι οποίοι μπορούν να θεμελιώσουν μια αξίωση - διακειμενικά εξακριβώσιμη - ως προς τον σκοπό αυτόν.


Η εφαρμογή αυτής της αρχής στον υπάρχοντα κόσμο είναι συχνά περίπλοκη και απαιτεί μια σημαντική νομική προσπάθεια. Θα εξετάσω μόνο τρεις ρεαλιστικές περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσω ορισμένα κεντρικά ερωτήματα και αποφάσεις.


Η πρώτη περίπτωση, που προσεγγίστηκε περισσότερο από την πρώην Σοβιετική Ένωση, είναι αυτή μιας κοινωνίας όπου κάθε ιδιοκτησία είναι δημόσια ιδιοκτησία, την οποία διαχειρίζεται μια πολιτειακή κυβέρνηση. Όλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και εργάζονται σε δημόσια γραφεία, επιχειρήσεις, εργοστάσια και καταστήματα. Και όλοι μετακινούνται και ζουν σε δημόσια γη και σε δημόσιες κατοικίες. Δεν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία, παρά μόνο σε προϊόντα άμεσης κατανάλωσης, σε εσώρουχα, οδοντόβουρτσες κλπ. Επιπλέον, όλα τα αρχεία που αφορούν το νόμιμο παρελθόν έχουν απωλεσθεί ή καταστραφεί, έτσι ώστε κανείς, βάσει αυτών των αρχείων, να μην μπορεί να τεκμηριώσει μια αξίωση για οποιοδήποτε αναγνωρίσιμο μερίδιό του στην δημόσια περιουσία.


Σε αυτή την περίπτωση, η αρχή ότι κάθε αξίωση επί της δημόσιας περιουσίας πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά, διακειμενικά εξακριβώσιμα «δεδομένα», θα οδηγούσε στην απονομή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (και των προς πώληση τίτλων ιδιοκτησίας) με βάση την παρούσα ή την προηγούμενη κατοχή: τα γραφεία πηγαίνουν στους γραφειοκράτες που τα λειτουργούσαν, τα εργοστάσια στους εργάτες, τα χωράφια στους αγρότες, και τα σπίτια στους κατοίκους τους. Στους συνταξιούχους απονέμονται τίτλοι ιδιοκτησίας για τους άλλοτε χώρους εργασίας τους, σύμφωνα με τη διάρκεια της απασχόλησής τους. Ως παρόντες ή προηγούμενοι ένοικοι του εν λόγω ακινήτου, μόνο αυτοί έχουν μια αντικειμενική σχέση με αυτό το ακίνητο. Είναι αυτοί που έχουν διατηρήσει την ιδιοκτησία όπως είναι, ενώ άλλοι εργάζονταν αλλού σε άλλους δημόσιους χώρους εργασίας.


Όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή όλες οι δημόσιες περιουσίες που δεν κατέχονται ή συντηρούνται από κανέναν (π.χ., η «ερημιά») γίνονται «κοινή» περιουσία, και προσφέρονται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας για ιδιωτικοποίηση μέσω της διαδικασίας της αρχικής ιδιοποίησης.


Αυτή η λύση παραλείπει μόνο ένα σημαντικό ζήτημα. Όλα τα νομικά έγγραφα υποτίθεται ότι έχουν χαθεί. Οι άνθρωποι όμως δεν έχουν χάσει τις αναμνήσεις τους. Θυμούνται ακόμη τα εγκλήματα του παρελθόντος. Υπάρχουν θύματα και μάρτυρες πράξεων δολοφονίας, βίας, βασανιστηρίων και φυλακίσεων. Τι θα κάνουν με εκείνους που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, που τους διέταξαν ή τους ανέθεσαν, ή που συνεργάστηκαν στην εκτέλεσή τους; Μπορούν οι βασανιστές της μυστικής αστυνομίας και της κομμουνιστικής νομενκλατούρας , 2 για παράδειγμα, να συμπεριληφθούν σε αυτό το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και να γίνουν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες των αστυνομικών τμημάτων και των κυβερνητικών παλατιών από όπου σχεδίαζαν και εκτελούσαν τα εγκλήματά τους; Η δικαιοσύνη απαιτεί, αντιθέτως, κάθε φερόμενος ως εγκληματίας να προσαχθεί σε δίκη από τα φερόμενα ως θύματά του και, εάν δικαστεί και καταδικαστεί, όχι μόνο να αποκλειστεί από την απόκτηση δημόσιας περιουσίας, αλλά και ενδεχομένως να του επιβληθεί πολύ αυστηρότερη ποινή (όπως να του κόψουν το λαιμό).


Η δεύτερη περίπτωση διαφέρει από την πρώτη σε ένα μόνο σημείο: το νομικό παρελθόν δεν έχει εξαλειφθεί. Εδώ έγγραφα και αρχεία υπάρχουν για να αποδείξουν τις παλαιότερες απαλλοτριώσεις, και βάσει αυτών των εγγράφων συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορούν να διεκδικήσουν μια αντικειμενική αξίωση για συγκεκριμένα κομμάτια της δημόσιας περιουσίας. Αυτό ουσιαστικά συνέβη στα πρώην υποτελή κράτη της Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Ανατολική Γερμανία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία κ.λπ., όπου η κομμουνιστική απαλλοτρίωση είχε πραγματοποιηθεί πριν μόνο 40 χρόνια περίπου , ή περίπου μία γενιά πριν (και όχι πριν περισσότερα από 70 χρόνια, όπως στη Σοβιετική Ένωση).


Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχικοί, απαλλοτριωθέντες ιδιοκτήτες, ή οι νόμιμοι κληρονόμοι τους, έπρεπε να αποκατασταθούν ως ιδιώτες ιδιοκτήτες της εν λόγω δημόσιας περιουσίας. Τι γίνεται όμως με τις βελτιώσεις κεφαλαίου; Πιο συγκεκριμένα, τι γίνεται με τις νεόκτιστες κατασκευές (σπιτιών και εργοστασίων) - που θα κατέληγαν σε ιδιώτες από τους σημερινούς ή τους προηγούμενους ενοίκους τους - που χτίστηκαν σε γη που αποδόθηκε πίσω σε έναν διαφορετικό, αρχικό ιδιοκτήτη γης; Πόσες μετοχές ακινήτων πρέπει να λάβει ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου και πόσες οι ιδιοκτήτες της οικοδομής; Οικοδομή και οικόπεδο δεν μπορούν να διαχωριστούν φυσικά. Όσον αφορά την οικονομική θεωρία, είναι απολύτως συγκεκριμένοι, συμπληρωματικοί συντελεστές της παραγωγής, των οποίων η σχετική συνεισφορά στο προϊόν της κοινής τους αξίας δεν μπορεί να διαχωριστεί. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση για τα αντιμαχόμενα μέρη, εκτός από τη διαπραγμάτευση.


Η τρίτη περίπτωση είναι αυτή των λεγόμενων μικτών οικονομιών. Σε αυτές τις κοινωνίες υπάρχει ένας δημόσιος τομέας δίπλα, δίπλα με έναν κατ' όνομα ιδιωτικό τομέα. Υπάρχουν δημόσια περιουσία και δημόσιοι υπάλληλοι δίπλα στην κατ' όνομα ιδιωτική περιουσία και τους ιδιοκτήτες και υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Συνήθως, οι δημόσιοι υπάλληλοι που διαχειρίζονται την δημόσια περιουσία δεν παράγουν αγαθά ή υπηρεσίες που πωλούνται στην αγορά. (Για την σπάνια περίπτωση δημόσιων επιχειρήσεων με παραγωγική αξία, βλ. παρακάτω.) Τα έσοδα από τις πωλήσεις τους και το εισόδημά τους από την αγορά είναι μηδενικά. Οι μισθοί τους και όλα τα άλλα έξοδα που σχετίζονται με τη λειτουργία της δημόσιας περιουσίας πληρώνονται από άλλους . Αυτοί οι άλλοι είναι οι ιδιοκτήτες και οι υπάλληλοι των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους στο δημόσιο, παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που πωλούνται στην αγορά, και έτσι αποκτούν εισόδημα. Από αυτό το εισόδημα, η ιδιωτική επιχείρηση δεν πληρώνει απλώς τους μισθούς των υπαλλήλων της φροντίζοντας και για τη συντήρηση της δικής της περιουσίας. Πληρώνει επίσης - με τη μορφή φόρου εισοδήματος και περιουσίας - τους (καθαρούς) μισθούς όλων των δημοσίων υπαλλήλων και το λειτουργικό κόστος όλης της δημόσιας περιουσίας.


Σε αυτήν την περίπτωση, η αρχή ότι η δημόσια περιουσία πρέπει να αποκατασταθεί ως ιδιωτική ιδιοκτησία σε αυτούς που την χρηματοδότησαν θα οδηγούσε σε εκχώρηση τίτλων ιδιοκτησίας αποκλειστικά σε ιδιώτες ιδιοκτήτες, παραγωγούς και υπαλλήλους, σύμφωνα με τις προηγούμενες καταβολές φόρου περιουσίας και εισοδήματος, ενώ οι δημόσιοι διευθυντές και υπάλληλοι θα αποκλείονταν. Όλα τα κρατικά γραφεία και τα παλάτια, για παράδειγμα, θα έπρεπε να εκκενωθούν από τους σημερινούς ενοίκους τους. Οι μισθοί του δημόσιου τομέα πληρώνονταν μόνο -και η δημόσια περιουσία υπάρχει μόνο- χάρη στη χρηματοδότηση που παρέχεται από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τους υπαλλήλους τους. Ως εκ τούτου, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να διατηρήσουν την ιδιωτική τους περιουσία, δεν μπορούν να έχουν καμία αξίωση για τη δημόσια περιουσία που χρησιμοποιούσαν και διαχειρίζονταν.


(Αυτό διαφέρει μόνο στην σπάνια περίπτωση όπου μια δημόσια επιχείρηση, όπως ένα κρατικό εργοστάσιο αυτοκινήτων, παρήγαγε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και έτσι αποκτούσε εισόδημα από την αγορά. Στην περίπτωση αυτή, οι δημόσιοι υπάλληλοι ενδέχεται να έχουν μια νόμιμη αξίωση κυριότητας, ανάλογα με τις περιστάσεις. Έχουν την αξίωση της πλήρους ιδιοκτησίας του εργοστασίου, εάν δεν υπάρχει προηγουμένως απαλλοτριωθείς ιδιοκτήτης που μπορεί να υποβάλει μια αξίωση για το εργοστάσιο και εάν το εργοστάσιο δεν έλαβε ποτέ καμία φορολογική επιδότηση. Εάν υπάρχει προηγούμενος ιδιοκτήτης, οι υπάλληλοι του εργοστασίου μπορούν να διεκδικήσουν στην καλύτερη περίπτωση την μερική ιδιοκτησία του, και πρέπει να διαπραγματευτούν με τον ιδιοκτήτη για το σχετικό μερίδιο των τίτλων ιδιοκτησίας τους. Και αν - και στο βαθμό που - το εργοστάσιο είχε επιδοτηθεί μέσω φόρων, οι εργάτες του εργοστασίου θα πρέπει να μοιραστούν περαιτέρω το ποσοστό των τίτλων ιδιοκτησίας τους με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα ως φορολογούμενους.)


Ταυτόχρονα με την ιδιωτικοποίηση όλης της δημόσιας περιουσίας, όλη η ονομαστικά ιδιωτική ιδιοκτησία θα αποκατασταθεί στην αρχική της κατάσταση ως πραγματική ιδιωτική ιδιοκτησία. Δηλαδή, όλα τα ονομαστικά ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία θα απαλλαγούν από κάθε φόρο περιουσίας ή εισοδήματος και από όλους τους νομοθετικούς περιορισμούς στη χρήση τους (ενώ οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί προηγουμένως σχετικά με τη χρήση ιδιοκτησίας μεταξύ ιδιωτών παραμένουν σε ισχύ). Χωρίς φόρους, λοιπόν, δεν υπάρχουν κρατικές δαπάνες και χωρίς κρατικές δαπάνες όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα γίνουν μισθωτοί και θα πρέπει να αναζητήσουν κάποια παραγωγική εργασία για να ζήσουν. Ομοίως, κάθε αποδέκτης κρατικών επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων ή κρατικών αγορών, θα δει το εισόδημά του να μειώνεται ή να εξαφανίζεται εντελώς, και θα χρειαστεί να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις.


Αυτή η λύση αφήνει ακόμη ένα σημαντικό ερώτημα άλυτο. Αφού χορηγηθεί σε όλους τους καθαρούς φορολογούμενους ο κατάλληλος αριθμός μετοχών δημόσιας περιουσίας, πώς καταλαμβάνουν αυτό το ακίνητο και πώς ασκούν τα δικαιώματά τους ως ιδιοκτήτες ιδιωτικών ακινήτων; Ακόμα κι αν υπάρχει η απογραφή όλης της δημόσιας περιουσίας, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ούτε την πιο αμυδρή ιδέα για το τι είναι αυτό που κατέχουν (εν μέρει) τώρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια αρκετά καλή εκτίμηση για την τοπική δημόσια περιουσία, αλλά για τη δημόσια περιουσία σε άλλες, μακρινές τοποθεσίες, δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα, εκτός από μερικά «εθνικά μνημεία». Είναι πρακτικά αδύνατο για κάποιον να κατορθώσει μια ρεαλιστική εκτίμηση της «σωστής» τιμής για όλη τη δημόσια περιουσία, και επομένως επίσης της «σωστής» τιμής ενός μεμονωμένου μεριδίου του σε αυτό το ακίνητο. Κατά συνέπεια, οι τιμές που θα ζητούνται και θα καταβάλλονται για αυτές τις μετοχές θα είναι εξαιρετικά απροσδιόριστες και με μεγάλη διακύμανση και αρκετά αποκλίνουσες, τουλάχιστον αρχικά. Και θα ήταν μάλλον δύσχρηστη και πολύ χρονοβόρος η κατοχή τους, έως ότου κάποιος επενδυτής ή κάποια ομάδα επενδυτών, αγοράσουν την πλειοψηφία όλων των μετοχών, για να ξεκινήσουν στη συνέχεια να λειτουργήσουν αυτό το ακίνητο, ή να εκποιήσουν κάποια τμήματά του, ώστε να αποκομίσουν ένα κέρδος από την επένδυσή τους.


Αυτή η δυσκολία μπορεί να ξεπεραστεί επαναφέροντας την ιδέα της αρχικής ιδιοποίησης. Οι τίτλοι στα χέρια των καθαρών φορολογουμένων δεν είναι μόνο εισιτήρια προς πώληση. Το πιο σημαντικό είναι ότι δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να ανακτήσουν παλαιότερα δημόσια, και τώρα εκκενωμένα, ακίνητα. Η δημόσια περιουσία ανοίγεται στην αρχική ιδιοποίηση και τα εισιτήρια αυτά αποτελούν αξιώσεις για εκκένωση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας που προσωρινά είναι άκτητη. Ο καθένας μπορεί να μεταφέρει τους τίτλους του σε συγκεκριμένα δημόσια ακίνητα και να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του. Δεδομένου ότι ο πρώτος που θα εγγραφεί σε ένα συγκεκριμένο ακίνητο θα είναι ο αρχικός του ιδιοκτήτης, είναι βέβαιο ότι όλα τα κομμάτια της δημόσιας περιουσίας θα ανακτηθούν σχεδόν αμέσως. Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα δημόσια ακίνητα, τουλάχιστον αρχικά, θα ανήκουν σε κατοίκους της περιοχής, δηλαδή σε ανθρώπους που ζουν σε κοντινή απόσταση από ένα συγκεκριμένο κομμάτι ιδιοκτησίας, και γνωρίζουν καλύτερα την εν δυνάμει παραγωγική του αξία. Επιπλέον, επειδή η αξία ανά μετοχή ακινήτου πέφτει όλο και περισσότερο καθώς οι πρόσθετοι κάτοχοι εισιτηρίων εγγράφονται σε ένα και το αυτό ακίνητο, οποιαδήποτε υπερ-εγγραφή ή υπο-εγγραφή σε συγκεκριμένα ακίνητα θα αποφευχθεί ή θα εξαλειφθεί γρήγορα. Πολύ σύντομα, κάθε κομμάτι ιδιοκτησίας θα εκτιμηθεί ρεαλιστικά σύμφωνα με την αξία της παραγωγικότητάς του.




Αυτό το κείμενο είναι το κεφάλαιο 5 του βιβλίου «The Great Fiction» (Το Μεγάλο Φαντασιοκόπημα) και δημοσιεύτηκε αρχικά στο Libertarian Papers 3, αρ. 2 (2011).


1Δείτε την καταχώριση της Wikipedia για το "Cockaigne".


2Δείτε την καταχώριση της Wikipedia για το " Nomenklatura ".



***

Ο Hans-Hermann Hoppe είναι οικονομολόγος της Αυστριακής Σχολής και φιλελεύθερος/αναρχοκαπιταλιστής φιλόσοφος. Είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος της The Property and Freedom Society.

Αναδημοσίευση από το Εξπρές του διαδικτύου