Ο μύθος των «παλιών καλών εποχών» πριν τον καπιταλισμό
Μία συνηθισμένη κριτική που ασκείται στην ελεύθερη αγορά και στην ελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία (ιδιαίτερα μεταξύ των διανοουμένων που, εμφανώς, δεν είναι χειρώνακτες τεχνίτες ή αγρότες) είναι ότι, σε αντίθεση με τους «ευτυχισμένους» χειρώνακτες τεχνίτες και τους «ευτυχισμένους» αγρότες του μεσαίωνα, η ελεύθερη αγορά έχει «αλλοτριώσει» τον άνθρωπο από την εργασία του, από τους συναδέλφους του και του έκλεψε την «αίσθηση του ανήκειν». Η κοινωνία του Μεσαίωνα θεωρείται ξανά ως χρυσή εποχή, όταν όλοι ήταν σίγουροι για τη θέση τους στη ζωή, όταν οι τεχνίτες έφτιαχναν ολόκληρο το παπούτσι αντί να συμβάλουν απλά σε ένα μέρος της παραγωγής του και όταν αυτοί οι «ολοκληρωμένοι» εργάτες ήταν συνδεδεμένοι με μια αίσθηση ότι ανήκουν στην υπόλοιπη κοινωνία.
Η πραγματικότητα για τη ζωή στον μεσαίωνα
Κατ’ αρχήν, η κοινωνία του μεσαίωνα δεν ήταν ασφαλής, δεν ήταν μια σταθερή, αμετάβλητη ιεραρχία στάτους. Υπήρχε ελάχιστη πρόοδος, αλλά υπήρχαν πολλές αλλαγές. Διαμένοντας σε ομάδες τοπικής αυτάρκειας, που χαρακτηρίζονταν από χαμηλό βιοτικό επίπεδο, οι άνθρωποι απειλούνταν πάντα από την πείνα. Και λόγω της σχετικής απουσίας του εμπορίου, δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί ένας λιμός σε μια περιοχή αγοράζοντας τρόφιμα από μια άλλη περιοχή. Η απουσία λιμών στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι τυχαία σύμπτωση.
Δεύτερον, λόγω του χαμηλού επιπέδου διαβίωσης, πολύ λίγα μέλη του πληθυσμού ήταν αρκετά τυχερά ώστε να γεννηθούν με το στάτους του «ευτυχισμένου» τεχνίτη. Κάποιος, θα μπορούσε να είναι πραγματικά ευτυχισμένος και ασφαλής στην εργασία του, μόνο εάν ήταν τεχνίτης του Βασιλιά ή κάποιου ευγενή (οι οποίοι βέβαια είχαν κερδίσει το υψηλό στάτους τους με την καθόλου ευτυχή πρακτική της αδιάκοπης βίας επί της μάζας του υπό εκμετάλλευση πληθυσμού). Όσο για τον κοινό δουλοπάροικο, αναρωτιέται κανείς αν, μέσα στη φτώχεια, την υποδούλωση και την υποτυπώδη ύπαρξη του, είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο για να εξετάσει τις υποτιθέμενες χαρές της σταθερής θέσης του και την «αίσθηση του ανήκειν». Και αν ένας οι δύο δουλοπάροικοι δεν επιθυμούσαν να «ανήκουν» στον χωροδεσπότη ή στον αφέντη τους, βέβαια, τους επέβαλαν να «ανήκουν» με τη βία.
Πέρα από αυτούς τους συλλογισμούς, υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα το οποίο δεν μπορούσε να υπερνικήσει η κοινωνία του μεσαίωνα και που στην πραγματικότητα συνέβαλε σημαντικά στη διάσπαση των φεουδαρχικών και μερκαντιλιστικών δομών της εποχής προ του καπιταλισμού. Αυτό ήταν η αύξηση του πληθυσμού. Αν στον καθένα έχει ανατεθεί ένας καθορισμένος και κληρονομικός ρόλος στη ζωή, πώς μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτό το σχήμα κοινωνικής οργάνωσης ένας αυξανόμενος πληθυσμός; Πού πρέπει να κατανεμηθεί αυτός ο πληθυσμός, τι πρέπει να του ανατεθεί και ποιος πρόκειται να κάνει την κατανομή και την ανάθεση; Και όπου κατανεμηθεί αυτός ο πληθυσμός, πώς μπορούν να εμποδιστούν αυτοί οι νέοι άνθρωποι από το να διαταράξουν ολόκληρο το παραδοσιακό δίκτυο των καθορισμένων στάτους;
Εν συντομία, είναι ακριβώς στη σταθερή, μη καπιταλιστική κοινωνία του στάτους, όπου είναι διαρκώς παρόν το Μαλθουσιανό πρόβλημα – στην πιο άσχημη μορφή του – και όπου πρέπει να τεθούν σε ισχύ οι Μαλθουσιανοί πληθυσμιακοί «έλεγχοι». Μερικές φορές ο «έλεγχος» του πληθυσμού ασκείται με φυσικό τρόπο από λιμοκτονίες και επιδημίες. Σε άλλες κοινωνίες, υπήρξε συστηματική παιδοκτονία. Ίσως αν υπήρχε μια σύγχρονη επιστροφή στην κοινωνία του στάτους του μεσαίωνα, ο υποχρεωτικός έλεγχος γεννήσεων να ήταν ο κανόνας (μια πρόβλεψη που δεν μπορεί να αποκλειστεί για το μέλλον). Όμως, στην Ευρώπη προ του καπιταλισμού, το πληθυσμιακό πρόβλημα ήταν το πρόβλημα ενός συνεχώς αυξανόμενου αριθμού ανθρώπων που δεν είχαν καμία απασχόληση και δεν είχαν που να πάνε ή να μείνουν, οι οποίοι, συνεπώς, έπρεπε να γίνουν ζητιάνοι ή κλέφτες.
Καταμερισμός της εργασίας και εξειδίκευση
Οι υποστηρικτές της θεωρίας της σύγχρονης «αλλοτρίωσης» δεν προσφέρουν καμία συλλογιστική για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι είναι συνεπώς δογματικοί μύθοι. Βεβαίως, δεν είναι αυτονόητο ότι ο χειρώνακτας τεχνίτης, ή ακόμα καλύτερα, ο πρωτόγονος άνθρωπος που παρήγαγε όσα κατανάλωνε, ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο ευτυχισμένος ή «πιο ολοκληρωμένος» ως αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας. Αν και αυτό το άρθρο δεν αποτελεί ψυχολογική πραγματεία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ίσως αυτό που δίνει στον εργαζόμενο την αίσθηση της σημαντικότητας, είναι η συμμετοχή του σε αυτό που η Isabel Paterson αποκαλεί «κύκλωμα παραγωγής». Στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς μπορεί, φυσικά, να συμμετέχει σε αυτό το κύκλωμα με πολλούς περισσότερους και ποικίλους τρόπους, από όσους μπορούσε στην πιο πρωτόγονη μεσαιωνική κοινωνία.
Επιπλέον, η μεσαιωνική κοινωνία του κληρονομικού στάτους, επέφερε μια τραγική απώλεια δυνητικών δεξιοτήτων για τον κάθε εργαζόμενο. Δεν υπάρχει, εξάλλου, κανένας λόγος για τον οποίο ο γιος ενός ξυλουργού θα πρέπει οπωσδήποτε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ή να ειδικεύεται στην ξυλουργική. Στην μεσαιωνική κοινωνία του κληρονομικού στάτους, τον περίμενε μόνο μια μουντή ζωή ξυλουργικής τέχνης, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του. Στην ελεύθερη αγορά, την καπιταλιστική κοινωνία, αν και βεβαίως δεν είναι εγγυημένο ότι θα μπορέσει να στεριώσει σε οποιαδήποτε γραμμή εργασίας επιθυμεί να επιδιώξει, οι ευκαιρίες του να κάνει μια δουλειά που του αρέσει πραγματικά είναι ανυπολόγιστα, σχεδόν άπειρα, διευρυμένες.
Καθώς ο καταμερισμός του εργατικού δυναμικού επεκτείνεται, υπάρχουν όλο και περισσότερες ποικιλίες εξειδικευμένων επαγγελμάτων στις οποίες μπορεί να συμμετάσχει, αντί να χρειάζεται να είναι ικανοποιημένος μόνο με τις πιο πρωτόγονες δεξιότητες. Και στην ελεύθερη καπιταλιστική κοινωνία, είναι ελεύθερος να δοκιμάσει αυτούς τους στόχους, ελεύθερος να μετακινηθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του αρέσει περισσότερο. Δεν είχε καμία ελευθερία και καμία ευκαιρία στη δήθεν ευτυχισμένη μεσαιωνική κοινωνία του στάτους. Ακριβώς όπως ο ελεύθερος καπιταλισμός επέκτεινε θεαματικά την ποσότητα και την ποικιλία των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα στην ανθρωπότητα, έτσι επέκτεινε θεαματικά τον αριθμό και την ποικιλία των θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων που μπορούν να αναπτύξουν οι άνθρωποι.
Επιστροφή στη δουλική εξαθλίωση για πραγματική… ευτυχία
Ο θόρυβος που προκαλούν οι θαυμαστές του μεσαίωνα για την «αλλοτρίωση» είναι, στην πραγματικότητα, κάτι περισσότερο από ένας εκθειασμός του μεσαιωνικού χειρώνακτα τεχνίτη. Εξάλλου αυτός αγόραζε το φαγητό του από την κοντινή του γη. Είναι στην πραγματικότητα μια επίθεση σε ολόκληρη την έννοια του καταμερισμού της εργασίας και μια αποθέωση της πρωτόγονης εποχής της αυτάρκειας. Η επιστροφή σε τέτοιες συνθήκες θα σήμαινε απλά την εξάλειψη του μεγαλύτερου μέρους του σημερινού πληθυσμού και την πλήρη εξαθλίωση του εναπομείναντος. Γιατί, εντούτοις, η «ευτυχία» θα αυξηθεί με κάτι τέτοιο, παραμένει ένα μυστήριο που θα πρέπει να εξηγήσουν οι μυθομανείς θαυμαστές των «παλιών καλών ημερών» της μεσαιωνικής κοινωνίας.
Υπάρχει όμως μια τελική συλλογιστική, που καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν πιστεύει ότι χρειάζονται πρωτόγονες συνθήκες και η δουλική αίσθηση του «ανήκειν» για να τους κάνουν ευτυχισμένους. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα, σε μια ελεύθερη κοινωνία, που να αποτρέπει όσους επιθυμούν να αποσυρθούν σε ξεχωριστές κοινότητες όπου θα ζουν πρωτόγονα, «ευτυχισμένοι» και «ανήκοντες». Κανείς δεν εξαναγκάζεται να ενταχθεί στον εξειδικευμένο καταμερισμό εργασίας. Όχι μόνο δεν εγκατέλειψαν τη σύγχρονη κοινωνία για να επιστρέψουν σε μια «ευτυχισμένη», ολοκληρωμένη ζωή σταθερής φτώχειας, αλλά, οι ελάχιστοι εκείνοι διανοούμενοι που δημιούργησαν ουτοπικές κοινότητες του ενός ή του άλλου είδους κατά το δέκατο ένατο αιώνα, εγκατέλειψαν αυτές τις προσπάθειες πολύ γρήγορα.
Και ίσως οι πιο εμφανείς μη αποχωρούντες από την κοινωνία, είναι ακριβώς εκείνοι οι επικριτές που χρησιμοποιούν τις σύγχρονες «αποξενωμένες» μαζικές επικοινωνίες για να καταγγείλουν τη σύγχρονη κοινωνία. Όπως υποδείξαμε ήδη, μια ελεύθερη κοινωνία επιτρέπει σε όποιον θέλει να υποδουλωθεί σε άλλους, να το πράξει. Αλλά αν αυτοί έχουν ψυχολογική ανάγκη της δουλικής «αίσθησης του ανήκειν», γιατί θα πρέπει να εξαναγκαστούν σε υποδούλωση και άλλοι άνθρωποι χωρίς ανάλογη ψυχική ανάγκη;
Απόσπασμα από το κεφάλαιο 6 του βιβλίου Power and Market του Murray N. Rothbard (1926-1995)
Απόδοση: Ευθύμης Μαραμής