Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

M. Rothbard: Τι σημαίνει δεξιός, φιλελεύθερος αναρχισμός

 [Αυτό το άρθρο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με την υπογραφή "Aubrey Herbert", ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Murray Rothbard στο περιοδικό Faith and Freedom. Δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.]

 



Ο φιλελεύθερος που συνηθίζει να επεξηγεί με προθυμία την πολιτική του φιλοσοφία και το πλήρες εύρος των πεποιθήσεών του, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διακοπεί από τον κρατιστή με ένα αλάνθαστο τέχνασμα. Καθώς ο φιλελεύθερος καταγγέλλει την κρατική εκπαίδευση ή τα κρατικά ταχυδρομεία, ή αναφέρεται στη φορολογία ως νομιμοποιημένη ληστεία, ο κρατιστής τον αμφισβητεί πάντοτε ως εξής: «Λοιπόν, άρα είσαι αναρχικός ;» Ο φιλελεύθερος μαζεύεται ψελλίζοντας «όχι, όχι, φυσικά δεν είμαι αναρχικός». «Εντάξει, τότε, ποια κυβερνητικά μέτρα πράγματι υποστηρίζεις; Τι είδος φορολογίας θέλεις να επιβάλλεται;» Ο κρατιστής έχει αναπότρεπτα κερδίσει την θέση του επιτιθέμενου, και ο φιλελεύθερος, μη έχοντας απάντηση για το πρώτο ερώτημα, παραδίδεται.


Έτσι, ο φιλελεύθερος θα απαντήσει (στο δεύτερο ερώτημα) συνήθως ως εξής: «Λοιπόν, πιστεύω σε μια περιορισμένη διακυβέρνηση, η κυβέρνηση πρέπει να περιορίζεται στην υπεράσπιση του ατόμου, ή της περιουσίας του ενάντια στην επίθεση μέσω βίας ή απάτης.» Προσπάθησα να δείξω στο άρθρο μου, «Ο πραγματικός επιτιθέμενος» στο περιοδικό Faith and Freedom του Απριλίου του 1954, ότι αυτό αφήνει τον συντηρητικό πολίτη αβοήθητο όταν έρχεται αντιμέτωπος με το επιχείρημα «οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την προστασία», όταν αυτό χρησιμοποιείται για φαραωνικά μέτρα κρατισμού και αιματοχυσίας. Υπάρχουν κι άλλες συνέπειες, εξίσου ή περισσότερο σοβαρές. Ο κρατιστής μπορεί να προχωρήσει το ζήτημα περαιτέρω: «Εάν αποδέχεσαι ότι είναι νόμιμο για τους ανθρώπους να συνασπίζονται και να επιτρέπουν στο κράτος να εξαναγκάζει τα άτομα να πληρώνουν φόρους για μια συγκεκριμένη υπηρεσία -την «εθνική άμυνα»- , τότε γιατί δεν είναι εξίσου ηθικό και νόμιμο για τους ανθρώπους να συνασπίζονται με παρόμοιο τρόπο και να επιτρέπουν στο κράτος το δικαίωμα να παρέχει κι άλλες υπηρεσίες - όπως ταχυδρομεία, «κοινωνική πρόνοια», χάλυβα, ενέργεια, κ.λπ.; Εάν ένα κράτος που υποστηρίζεται από την πλειοψηφία μπορεί ηθικά να κάνει το ένα, γιατί να μην μπορεί ηθικά να κάνει τα άλλα;» Ομολογώ ότι δεν βλέπω καμία απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Εάν είναι σωστό και νόμιμο να εξαναγκάσουμε έναν απρόθυμο Henry Thoreau να πληρώσει φόρους σε ένα καταναγκαστικό κρατικό μονοπώλιο για τη δική του «προστασία», δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να είναι εξίσου σωστό να τον αναγκάσουμε να πληρώσει το κράτος και για άλλες υπηρεσίες, είτε πρόκειται για παντοπωλεία, φιλανθρωπία, εφημερίδες, είτε για χάλυβα. Δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο συνειδητοποιημένος φιλελεύθερος οφείλει να υποστηρίζει μια κοινωνία, όπου ένα άτομο μπορεί εθελοντικά να υποστηρίξει οποιαδήποτε -ή και καμία- αστυνομική ή δικαστική υπηρεσία που θεωρεί αποτελεσματική και άξια των χρημάτων του.


Δεν σκοπεύω εδώ να ασχοληθώ με μια λεπτομερή παρουσίαση αυτού του συστήματος, αλλά μόνο για να απαντήσω στην ερώτηση: Eίναι αυτό αναρχισμός; Αυτή η φαινομενικά απλή ερώτηση είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολo να απαντηθεί με μια πρόταση ή με μια σύντομη απάντηση τύπου ναι ή όχι. Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή έννοια για την ίδια τη λέξη «αναρχισμός». Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να νομίζει ότι ξέρει τι σημαίνει, και ειδικά ότι είναι κάτι κακό, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει. Υπό αυτήν την έννοια, η λέξη έχει γίνει κάτι σαν την ταλαιπωρημένη λέξη «φιλελεύθερος», εκτός από το ότι η τελευταία λέξη έχει κάποιες «καλές» συνδηλώσεις στα συναισθήματα του μέσου ανθρώπου. Οι σχεδόν ανυπέρβλητες στρεβλώσεις και η σύγχυση προέρχονται τόσο από τους αντιπάλους, όσο και από τους οπαδούς του αναρχισμού. Οι πρώτοι έχουν διαστρεβλώσει πλήρως τις αναρχικές αρχές και έχουν διατυπώσει διάφορες παραπλανητικές κατηγορίες, ενώ οι τελευταίοι έχουν χωριστεί σε πολλά στρατόπεδα πολιτικών φιλοσοφιών, που απέχουν μεταξύ τους κυριολεκτικά όσο ο κομμουνισμός από τον ατομικισμό. Η κατάσταση συγχέεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, συχνά, οι ίδιες οι διάφορες αναρχικές ομάδες δεν αναγνώρισαν την τεράστια ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ τους.


Μια πολύ δημοφιλής κατηγορία κατά του αναρχισμού είναι ότι «σημαίνει χάος». Το αν ένα συγκεκριμένο είδος αναρχισμού θα οδηγούσε στο «χάος» είναι θέμα ανάλυσης. Κανένας αναρχικός, ωστόσο, δεν θέλησε ποτέ σκόπιμα να προκαλέσει χάος. Ό,τι άνθρωπος κι αν ήταν, κανένας (πραγματικός) αναρχικός δεν θέλησε σκόπιμα το χάος ή την παγκόσμια καταστροφή. Πράγματι, οι αναρχικοί πίστευαν πάντοτε ότι η εγκαθίδρυση του συστήματός τους θα εξαλείψει τα χαοτικά στοιχεία που ταλανίζουν το σημερινό κόσμο. Ένα διασκεδαστικό περιστατικό, που φωτίζει αυτήν την παρερμηνεία, συνέβη μετά το τέλος του πολέμου, όταν ένας νεαρός ενθουσιώδης οπαδός της παγκόσμιας διακυβέρνησης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο One World or Anarchy, (Ένας κόσμος, ή Αναρχία) και ο κορυφαίος αναρχικός του Καναδά ανταπάντησε με ένα βιβλίο με τίτλο Anarchy or Chaos (Αναρχία ή Χάος).


Η μεγαλύτερη δυσκολία σε οποιαδήποτε ανάλυση του αναρχισμού είναι ότι ο όρος καλύπτει διάφορα εξαιρετικά αντιφατικά δόγματα. Η ρίζα της λέξης προέρχεται από τον όρο αν-αρχία, που σημαίνει αντίθεση στην εξουσία ή τις εντολές. Είναι αρκετά ευρύς όρος για να καλύπτει μια σειρά από διαφορετικά πολιτικά δόγματα. Γενικά, αυτά τα δόγματα συνενώθηκαν ως «αναρχικά» λόγω της κοινής εχθρότητάς τους προς την ύπαρξη του Κράτους, του καταναγκαστικού μονοπωλίου ισχύος και εξουσίας. Ο αναρχισμός εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, και έκτοτε το πιο ενεργό και κυρίαρχο αναρχικό δόγμα ήταν αυτό του «αναρχικού κομμουνισμού». Είναι κατάλληλος όρος για ένα δόγμα που έχει ονομαστεί και «κολλεκτιβιστικός αναρχισμός», «αναρχοσυνδικαλισμός» και «ελευθεριακός κομμουνισμός». Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το σύνολο συναφών δογμάτων «αριστερό αναρχισμό». Ο αναρχικός κομμουνισμός είναι κατά κύριο λόγο ρωσικής προέλευσης, επινοημένος από τον Πρίγκιπα Πέτρο Κροπότκιν και τον Μιχαήλ Μπακούνιν, και είναι αυτή ακριβώς η μορφή που έχει χρωματίσει την λέξη «αναρχισμός» σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.


Το κύριο χαρακτηριστικό του αναρχικού κομμουνισμού είναι ότι επιτίθεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία εξίσου έντονα όσο επιτίθεται στο κράτος. Ο καπιταλισμός θεωρείται εξίσου τυραννία «στο οικονομικό πεδίο», όσο θεωρείται και το κράτος στο πολιτικό πεδίο. Ο αριστερός αναρχικός μισεί τον καπιταλισμό και την ιδιωτική περιουσία με ίσως ακόμη περισσότερη θέρμη από ό,τι ο σοσιαλιστής ή ο κομμουνιστής. Όπως και οι μαρξιστές, ο αριστερός αναρχικός είναι πεπεισμένος ότι οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται και εξουσιάζουν τους εργάτες, και επίσης ότι οι κτηματίες εκμεταλλεύονται πάντα τους αγρότες. Οι οικονομικές απόψεις των αναρχικών τους φέρνουν μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα, το pons asinorum της αριστεράς αναρχίας: πώς μπορεί να καταργηθεί ο καπιταλισμός και η ιδιωτική ιδιοκτησία, ενώ ταυτόχρονα θα καταργείται το κράτος; Οι σοσιαλιστές πιστεύουν στη δόξα του κράτους και στη χρήση του κράτους για την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας – για εκείνους το δίλημμα δεν υφίσταται. Ο ορθόδοξος μαρξιστής κομμουνιστής, ο οποίος στα λόγια δοξάζει τα ιδανικά της αριστερής αναρχίας, επιλύει το δίλημμα με τη χρήση της Εγελιανής διαλεκτικής: αυτήν τη μυστηριώδη διαδικασία με την οποία κάτι μετατρέπεται στο αντίθετό του. Οι μαρξιστές θα διευρύνουν το κράτος στο μέγιστο βαθμό και θα καταργήσουν τον καπιταλισμό, και στη συνέχεια θα αποτραβηχτούν, αναμένοντας με βεβαιότητα τον «μαρασμό» του κράτους.


Η πλαστή «λογική» της μαρξιστικής διαλεκτικής δεν είναι θελκτική για τους αριστερούς αναρχικούς, που επιθυμούν να καταργήσουν το κράτος και τον καπιταλισμό ταυτόχρονα. Το πλησιέστερο σημείο που έχουν φτάσει οι αναρχικοί σχετικά με την επίλυση του προβλήματος ήταν να υποστηρίξουν το συνδικαλισμό ως ιδανικό. Στο συνδικαλισμό, κάθε ομάδα εργατών και αγροτών υποτίθεται ότι κατέχει τα μέσα παραγωγής από κοινού, και σχεδιάζει για λογαριασμό της, ενώ συνεργάζεται με άλλες συλλογικότητες και κοινότητες. Η λογική ανάλυση αυτών των σχεδίων θα έδειχνε εύκολα ότι το όλο πρόγραμμα είναι μια ανοησία. Μπορεί να συμβεί μόνο ένα από τα δύο πράγματα: είτε μια κεντρική υπηρεσία θα σχεδιάζει και θα κατευθύνει τις διάφορες υποομάδες, ή οι ίδιες οι συλλογικότητες θα είναι πραγματικά αυτόνομες. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτοί οι οργανισμοί θα έχουν την εξουσία να χρησιμοποιούν βία για να θέσουν τις αποφάσεις τους σε ισχύ. Όλοι οι αριστεροί αναρχικοί συμφωνούν ότι η εξουσία είναι απαραίτητη κατά των ανυπότακτων. Αλλά τότε η πρώτη δυνατότητα δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τον κομμουνισμό, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε ένα πραγματικό χάος διαφορετικών και συγκρουόμενων κομμουνισμών, που πιθανότατα θα οδηγούσε τελικά σε κάποιον συγκεντρωτικό κομμουνισμό, μετά από μια περίοδο κοινωνικών αναταραχών. Έτσι, ο αριστερός αναρχισμός στην πράξη πρέπει να σημαίνει είτε τον κανονικό κομμουνισμό, είτε ένα πραγματικό χάος κομμουνιστικών συνδικάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, το πραγματικό αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι το κράτος αποκαθίσταται με ένα άλλο όνομα . Είναι η τραγική ειρωνεία του αριστερού αναρχισμού που, παρά τις ελπίδες των υποστηρικτών του, δεν είναι καθόλου αναρχισμός. Είναι είτε κομμουνισμός, είτε χάος.


Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι ο όρος «αναρχισμός» πήρε μια κακή φήμη. Οι κορυφαίοι αναρχικοί, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ήταν πάντα της αριστερόστροφης εκδοχής, και σήμερα οι αναρχικοί βρίσκονται αποκλειστικά στο αριστερό στρατόπεδο. Προσθέστε σε αυτά την παράδοση της επαναστατικής βίας που απορρέει από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, και δεν είναι να απορεί κανείς που ότι ο αναρχισμός είναι απαξιωμένος. Ο αναρχισμός υπήρξε πολύ ισχυρός πολιτικά στην Ισπανία, και κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου οι αναρχικοί δημιούργησαν κοινότητες και συλλογικές αρχές που ασκούσαν καταναγκαστική εξουσία. Ένα από τα πρώτα τους βήματα ήταν να καταργήσουν τη χρήση του χρήματος με την απειλή θανατικής ποινής. Είναι προφανές ότι το υποτιθέμενο αναρχικό μίσος για τον εξαναγκασμό είχε πάρει έναν πολύ στραβό δρόμο. Ο λόγος ήταν η ανεπίλυτη αντίφαση μεταξύ των αντι-κρατικιστικών και των αντι-ιδιοκτησιακών αρχών της αριστερής αναρχίας.


Πώς συμβαίνει, λοιπόν, παρά τις –κυριολεκτικά- μοιραίες λογικές αντιφάσεις του αριστερού αναρχισμού, να υπάρχει μια ομάδα με μεγάλη επιρροή Βρετανών διανοουμένων που ανήκουν σήμερα σε αυτή τη σχολή, συμπεριλαμβανομένου του κριτικού τέχνης Sir Herbert Read και του ψυχίατρου Alex Comfort; Η απάντηση είναι ότι οι αναρχικοί, ίσως ασυνείδητα, βλέποντας την απελπιστική τους θέση, έχουν αποφασίσει να απορρίψουν πλήρως τη κοινή λογική και τον ορθό λόγο. Δίνουν έμφαση στον αυθορμητισμό, τα συναισθήματα και τα ένστικτα, παρά στην υποτιθέμενη κρύα και απάνθρωπη λογική. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν φυσικά να παραμένουν τυφλοί για τον παραλογισμό της στάσης τους. Όσον αφορά τα οικονομικά, που θα τους αποκάλυπταν την αδυναμία του συστήματός τους, είναι εντελώς αδαείς, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πολιτικών θεωρητικών. Το δίλημμα σχετικά με τον εξαναγκασμό προσπαθούν να το επιλύσουν με την παράλογη θεωρία ότι το έγκλημα απλά θα εξαφανιζόταν εάν καταργούσαν το κράτος, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί κανένας εξαναγκασμός. Ο παραλογισμός διαπερνά όντως σχεδόν όλες τις απόψεις των αριστερών αναρχικών. Απορρίπτουν τον εκβιομηχανισμό, καθώς και την ιδιωτική ιδιοκτησία, και τείνουν να ευνοούν την επιστροφή στη χειροτεχνία και τις απλές συνθήκες διαβίωσης των αγροτών, ή της εποχής του Μεσαίωνα. Είναι φανατικά υπέρ της μοντέρνας τέχνης, την οποία θεωρούν «αναρχική» τέχνη. Έχουν ένα έντονο μίσος για το χρήμα και τη βελτίωση των υλικών συνθηκών. Το να ζεις μια απλή αγροτική ζωή σε μικρές κοινότητες, αποτιμάται ως το «να ζεις την αναρχική ζωή», ενώ ένας άνθρωπος του σύγχρονου πολιτισμού υποτίθεται ότι είναι ένας κακός και αντι-αναρχικός μπουρζουάς. Έτσι, οι ιδέες των αριστερών αναρχικών έχουν γίνει ένας παράλογος κυκεώνας, πολύ πιο παράλογος από εκείνον των μαρξιστών, και δικαίως δέχονται την περιφρόνηση σχεδόν όλων ως απελπιστικά «παλαβοί». Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι ότι οι εύστοχες κριτικές που κάνουν μερικές φορές για την κρατική τυραννία τείνουν να χαρακτηρίζονται με τον ίδιο τρόπο, σαν «παλαβομάρες».


Λαμβάνοντας υπ’ όψη τους κυρίαρχους αναρχικούς, είναι προφανές ότι το ερώτημα «είναι οι φιλελεύθεροι αναρχικοί;» πρέπει να απαντηθεί αρνητικά χωρίς δισταγμό. Είμαστε δύο εντελώς αντίθετοι πόλοι. Ωστόσο, η σύγχυση υπεισέρχεται λόγω της ύπαρξης στο παρελθόν, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, μιας μικρής αλλά λαμπρής ομάδας «ατομικιστών αναρχικών» [σ.σ. με την έννοια του ατομοκεντρικού, όχι του εγωπαθούς] με επικεφαλής τον Benjamin R. Tucker. Εδώ έχουμε μια διαφορετική φυλή. Οι ατομικιστές αναρχικοί έχουν συνεισφέρει πολύ στη φιλελεύθερη σκέψη. Συνέγραψαν μερικές από τις καλύτερες διακηρύξεις ατομικισμού και αντι-κρατισμού που έχουν γραφτεί ποτέ. Στην πολιτική σφαίρα, οι ατομικιστές αναρχικοί ήταν γενικά υγιείς φιλελεύθεροι. Τάσσονταν υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, εκτιμούσαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, και αντιμάχονταν όλες τις μορφές κρατικής παρεμβατικότητας. Πολιτικά, οι αναρχικοί του Tucker είχαν δύο βασικά ελαττώματα: (1) απέτυχαν στην υπεράσπιση της ιδιωτικής γαιοκτησίας, πέρα ​​από την έκταση που ο ιδιοκτήτης χρησιμοποιούσε προσωπικά. (2) βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε επιτροπές και δεν κατάλαβαν την ανάγκη για ένα corpus συνταγματικού φιλελεύθερου δικαίου το οποίο θα έπρεπε να τηρούν τα ιδιωτικά δικαστήρια.


Σε αντιπαραβολή με τις μικρές πολιτικές αποτυχίες τους, ωστόσο, υπέπεσαν σε σοβαρές πλάνες στο οικονομικό πεδίο. Πίστευαν ότι οι τόκοι και το κέρδος ήταν εκμεταλλευτικά, λόγω ενός φερόμενου ως τεχνητού περιορισμού στην προσφορά χρήματος. Αφήστε το κράτος και τους νομισματικούς του κανονισμούς να καταργηθούν, και να δημιουργηθεί μια ελεύθερη τραπεζιτική, πίστευαν, και όλοι θα εκτύπωναν όσα χρήματα χρειάζονταν, και οι τόκοι και τα κέρδη θα μειώνονταν στο μηδέν. Αυτό το υπερπληθωριστικό δόγμα, που προήλθε από τον Γάλλο αναρχικό Proudhon, είναι μια οικονομική ανοησία. Πρέπει, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι τα «αξιοσέβαστα» οικονομικά, τότε και τώρα, έχουν διαποτιστεί με πληθωριστικές πλάνες, και πολύ λίγοι οικονομολόγοι έχουν κατανοήσει τα στοιχειώδη των νομισματικών φαινομένων. Οι οπαδοί του υπερπληθωρισμού παίρνουν απλώς τον πιο ήπιο πληθωρισμό των τωρινών κεϋνσιανών «οικονομικών» του συρμού, και τον οδηγούν με τόλμη στην τελική λογική του κατάληξη (ενν. τον υπερπληθωρισμό).


Η ειρωνεία αυτής της κατάστασης ήταν ότι, ενώ οι ατομικιστές αναρχικοί έδιναν μεγάλη έμφαση στις παράλογες τραπεζιτικές θεωρίες τους, το πολιτικό σύστημα που υποστήριζαν θα είχε οδηγήσει σε αντίθετα οικονομικά αποτελέσματα από αυτά που πίστευαν. Νόμιζαν ότι η ελεύθερη τραπεζιτική θα οδηγήσει σε απεριόριστη επέκταση της προσφοράς χρήματος, ενώ η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίστροφο: θα οδηγούσε σε «σκληρό νόμισμα» και απουσία πληθωρισμού. Οι οικονομικές πλάνες της ομάδας του Tucker, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικής τάξης από αυτές των κολεκτιβιστών αναρχικών. Τα λάθη των κολεκτιβιστών τους οδήγησαν να υποστηρίζουν ουσιαστικά τον πολιτικό κομμουνισμό, ενώ τα οικονομικά λάθη των ατομικιστών τους επέτρεπαν να υποστηρίζουν ένα σχεδόν φιλελεύθερο σύστημα. Ο επιφανειακός αναγνώστης μπορεί εύκολα να μπερδέψει τους δύο αναρχισμούς, καθώς οι ατομικιστές οδηγήθηκαν στο να επιτίθενται στους «καπιταλιστές», για τους οποίους ένιωθαν πως εκμεταλλεύονταν τους εργάτες μέσω του κρατικού περιορισμού της προσφοράς χρήματος.


Αυτοί οι «δεξιοί» αναρχικοί δεν υιοθέτησαν την ανόητη άποψη ότι το έγκλημα θα εξαφανιζόταν στην αναρχική κοινωνία. Ωστόσο, πράγματι έτειναν να υποτιμούν το πρόβλημα του εγκλήματος, και ως εκ τούτου ποτέ δεν αναγνώρισαν την ανάγκη για ένα σταθερό φιλελεύθερο σύνταγμα. Χωρίς ένα τέτοιο σύνταγμα, το ιδιωτικό δικαστικό σύστημα μπορεί να εκτραπεί σε «αναρχικό» με τη τρέχουσα, αριστερή, λαϊκή έννοια.


Η πτέρυγα του αναρχισμού του Tucker άκμασε τον 19ο αιώνα, αλλά ξεθώριασε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές εκείνης της Χρυσής Εποχής του φιλελευθερισμού επεξεργάζονταν ιδεολογίες που ήταν παρεμφερείς από πολλές απόψεις. Αυτοί οι γνήσιοι φιλελεύθεροι δεν αυτοπροσδιορίστηκαν ποτέ ως αναρχικοί. Πιθανώς ο κύριος λόγος ήταν ότι όλες οι αναρχικές ομάδες, ακόμη και οι δεξιόστροφες, είχαν κοινά σοσιαλιστικά οικονομικά δόγματα.


Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και μια τρίτη εκδοχή της αναρχικής σκέψης, μια εντελώς διαφορετική είτε από τους κολεκτιβιστές, είτε από τους ατομικιστές. Αυτός είναι ο απόλυτος πασιφισμός του Λέοντος Τολστόι. Ο πασιφισμός προσδοκά μια κοινωνία όπου η εξουσία δεν θα χρησιμοποιείται ούτε καν για την υπεράσπιση προσώπων και περιουσιών -είτε από κρατικούς είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς. Το πρόγραμμα της μη βίας του Τολστόι επηρέασε πολλούς φερόμενους ως ειρηνιστές σήμερα, κυρίως μέσω του Γκάντι, αλλά οι τελευταίοι δεν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά πλήρης πασιφισμός, εκτός εάν εξαλειφθεί το Κράτος και όλοι οι άλλοι αμυντικοί οργανισμοί. Αυτός ο τύπος αναρχισμού στηρίζεται, πάνω απ' όλα, σε μια υπερβολικά ιδεαλιστική άποψη για την ανθρώπινη φύση. Θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο σε μια κοινότητα αγίων.


Πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ερώτηση «είναι οι φιλελεύθεροι αναρχικοί;» απλώς δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση την ετυμολογία της λέξης. Η ασάφεια του ίδιου του όρου είναι τέτοια, που το φιλελεύθερο σύστημα να θεωρείται αναρχικό από μερικούς ανθρώπους, και από άλλους μη αναρχικό. Πρέπει λοιπόν να στραφούμε στην ιστορία για μας διαφωτίσει. Εδώ διαπιστώνουμε ότι καμία από τις αυτοπροσδιοριζόμενες ως αναρχικές ομάδες δεν ανταποκρίνεται στη φιλελεύθερη άποψη, ότι ακόμη και οι καλύτερες από αυτές έχουν σοσιαλιστικά και μη ρεαλιστικά στοιχεία στα δόγματα τους. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι όλοι οι σημερινοί (φερόμενοι ως) αναρχικοί είναι παράλογοι κολεκτιβιστές, και επομένως βρίσκονται στον αντίθετο πόλο από τη δική μας θέση. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι δεν είμαστε αναρχικοί, και ότι αυτοί που μας αποκαλούν αναρχικούς δεν βρίσκονται σε σταθερό ετυμολογικό έδαφος, και είναι εντελώς ανιστορικοί. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι δεν είμαστε ούτε αρχιστές (ενν. κρατιστές): δεν υποστηρίζουμε την εγκαθίδρυση μιας τυραννικής κεντρικής αρχής, που θα εξαναγκάζει τόσο τους επεμβατικούς, όσο και τους μη επεμβατικούς συνανθρώπους μας. Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσαμε όλοι να αυτο-αποκαλούμαστε με ένα νέο όνομα: α-κρατιστές . Τότε, όταν στην πορεία της συζήτησης ακουστεί η αναπόφευκτη πρόκληση «είσαι αναρχικός;» μπορούμε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά, να έχουμε την πολυτέλεια της «μέσης οδού» και να πούμε: «Κύριε, δεν είμαι ούτε αναρχικός, ούτε κρατιστής, αλλά βρίσκομαι ακριβώς στην α-κρατική μέση οδό.»



Επιμέλεια/ Διάθεση:Το Εξπρές του Διαδικτύου


Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Ο Μαρξ υπήρξε τόσο αξιαγάπητος, όσο και οι ιδέες του. Με άλλα λόγια, καθόλου.

 


Όταν ο Καρλ Μαρξ πέθανε τον Μάρτιο του 1883, μόνο μια δεκαριά άνθρωποι ήταν παρόντες την κηδεία του σε ένα νεκροταφείο του Λονδίνου της Αγγλίας, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς του. Ωστόσο, για περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του - και μέχρι σήμερα ακόμα - υπήρξαν ελάχιστοι στοχαστές των οποίων οι ιδέες είχαν τόση επίδραση σε διάφορες πτυχές της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας. Πράγματι, όπως παρατήρησαν κάποιοι, μετά τη γέννηση του Χριστιανισμού και την ανάδυση του Ισλάμ, καμία άλλη πίστη ή σύστημα πεποιθήσεων δεν είχε τέτοιον παγκόσμιο αντίκτυπο όπως ο μαρξισμός.


Η κριτική του Μαρξ για τον καπιταλισμό και την καπιταλιστική κοινωνία έχει διαμορφώσει μεγάλο μέρος της κοινωνιολογικής σκέψης στις δυτικές χώρες, οδηγώντας στο κράτος πρόνοιας και τον εκτεταμένο κυβερνητικό παρεμβατισμό σε οικονομικά θέματα. Και χρησίμευσε σαν ένα ιδεολογικό λάβαρο, που ενέπνευσε τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα - ξεκινώντας από τη Ρωσία το 1917 και εξακολουθώντας να διατηρεί την πολιτική εξουσία σήμερα σε χώρες όπως η Κούβα, η Βόρεια Κορέα, το Βιετνάμ και η Κίνα.


Στο όνομα του μαρξιστικού οράματος μιας «νέας κοινωνίας» και ενός «νέου ανθρώπου», οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές επαναστάσεις οδήγησαν σε μαζικές δολοφονίες, υποδούλωση, βασανιστήρια και λιμοκτονία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Οι ιστορικοί έχουν υπολογίσει ότι στην προσπάθεια να οικοδομηθεί αυτός ο «νέος» και «καλύτερος» σοσιαλιστικός κόσμος, τα κομμουνιστικά καθεστώτα εξόντωσαν έως και 200 ​​εκατομμύρια ανθρώπους κατά τον εικοστό αιώνα .


Η ιδιωτική ζωή του Μαρξ


Ο Karl Marx γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1818, στην πόλη Trier της Ρηνανίας. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι, με μια μακρά σειρά σεβαστών ραβίνων και από τις δύο πλευρές της οικογένειας. Αλλά για να ακολουθήσει μια νομική καριέρα στο Βασίλειο της Πρωσίας εκείνη την εποχή, ο πατέρας του Καρλ Μαρξ ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό. Η θρησκευτική εκπαίδευση του Καρλ ήταν περιορισμένη, και σε νεαρή ηλικία απέρριψε κάθε πίστη σε ένα Ανώτατο Όν.


Αφού σπούδασε για ένα διάστημα στη Βόννη, μετεγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου για να εργαστεί σε μια διδακτορική διατριβή στη φιλοσοφία. Αλλά ήταν γενικά ένας τεμπέλης και κακός φοιτητής. Τα χρήματα που του έστελνε ο πατέρας του για τα δίδακτρα στο Πανεπιστήμιο δαπανούνταν για φαγητό και ποτό, με πολλές από τις νύχτες του να τις περνάει σε καφενεία και ταβέρνες μεθώντας και συζητώντας για τη Εγελιανή φιλοσοφία με άλλους φοιτητές. Τελικά απέκτησε το διδακτορικό του καταθέτοντας τη διατριβή του στο Πανεπιστήμιο της Jena στην ανατολική Γερμανία.




Οι μοναδικές πραγματικές δουλειές του Μαρξ κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν ως περιστασιακός δημοσιογράφος ή εκδότης εφημερίδων και περιοδικών, τα περισσότερα από τα οποία συνήθως έκλειναν σε σύντομο χρονικό διάστημα, είτε λόγω χαμηλής αναγνωσιμότητας και περιορισμένης οικονομικής στήριξης, είτε λόγω πολιτικής λογοκρισίας από τα κράτη στα οποία ζούσε.


Οι πολιτικές του δραστηριότητες ως συγγραφέας και ακτιβιστής είχαν ως αποτέλεσμα να χρειαστεί να μετεγκατασταθεί αρκετές φορές, όπως στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, καταλήγοντας τελικά στο Λονδίνο το 1849, όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του, με κάποια περιστασιακά ταξίδια πίσω στην ευρωπαϊκή ήπειρο.


Αν και ο Μαρξ ήταν «μεσαία τάξη», ακόμη και «βικτωριανός» σε πολλές από τις καθημερινές του πολιτισμικές συμπεριφορές, αυτό δεν τον εμπόδισε να παραβεί τους όρκους του γάμου του και να διαπράξει μοιχεία. Έκανε σεξ αρκετές φορές με την οικογενειακή υπηρέτρια, που έφερε στον κόσμο έναν νόθο γιο - και αυτό κάτω από την ίδια στέγη με τη σύζυγό του και τα νόμιμα παιδιά του (εκ των οποίων είχε επτά, με μόνο τρία από αυτά να επιζούν μέχρι την ενηλικίωσή τους).


Δεν θα επέτρεπε όμως στο νόθο παιδί του να επισκεφτεί τη μητέρα του στο σπίτι του στο Λονδίνο όποτε βρισκόταν ο ίδιος στο σπίτι, και το αγόρι επιτρεπόταν να μπει στο σπίτι μόνο μέσω της πόρτας της υπηρεσίας, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Επιπλέον, έβαλε τον φίλο του, τον μακροχρόνιο οικονομικό του χορηγό και πνευματικό συνεργάτη του, τον Fredrick Engels, να διεκδικήσει την πατρότητα του παιδιού, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε κοινωνική ντροπή που θα βάρυνε εκείνον λόγω της απιστίας του.


Όπως εξήγησε ο ιστορικός Paul Johnson στο βιβλίο του, Intellectuals (1988):


«Σε όλες τις έρευνές του σχετικά με τις ανομίες του βρετανικού καπιταλισμού, συνάντησε πολλές περιπτώσεις εργαζομένων με χαμηλή αμοιβή, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ανακαλύψει έναν που να μην είχε καθόλου μισθό. Ωστόσο, ένας τέτοιος εργαζόμενος υπήρχε, στο δικό του νοικοκυριό .... Ήταν η Helen Demouth [η δια βίου υπηρέτρια της οικογένειας]. Εκείνη κρατούσε το σπίτι, αλλά δεν πληρωνόταν τίποτα ... Ήταν μια ιδιαιτέρως σκληρά εργαζόμενη, όχι μόνο καθαρίζοντας και συγυρίζοντας τα πάντα, αλλά και διαχειριζόμενη τον οικογενειακό προϋπολογισμό ... Ο Μαρξ δεν την πλήρωσε ποτέ ούτε μια δεκάρα ...


Το 1849-50 ... Η Helen έγινε ερωμένη του Μαρξ και έμεινε έγκυος ... Ο Μαρξ δεν ανέλαβε τις ευθύνες του, ούτε τότε, ούτε ποτέ, και αρνήθηκε κατηγορηματικά τις φήμες ότι ήταν ο πατέρας ... Ο γιος δόθηκε για υιοθεσία σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης ονόματι Lewis, αλλά του επιτρεπόταν να επισκέπτεται το σπίτι του Μαρξ για να δει τη μητέρα του. Του απαγορεύτηκε, ωστόσο, να χρησιμοποιεί την μπροστινή πόρτα, και ήταν υποχρεωμένος να βλέπει τη μητέρα του μόνο στην κουζίνα.


Ο Μαρξ τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι η πατρότητα του αγοριού θα αποκαλυπτόταν, και ότι αυτό θα του επέφερε ένα θανατηφόρο πλήγμα ως ηγέτη και προφήτη της επανάστασης ... έπεισε τον Ένγκελς να αναγνωρίσει το αγόρι ιδιωτικά, ως προκάλυμμα για οικογενειακή κατανάλωση. Αλλά ο Ένγκελς ... δεν ήταν πρόθυμος να πάρει το μυστικό στον τάφο του. Ο Ένγκελς πέθανε, από καρκίνο του λάρυγγα, στις 5 Αυγούστου 1895. ανίκανος να μιλήσει, αλλά μη θέλοντας να συνεχίσει να νομίζει η Eleanor [μία από τις κόρες του Μαρξ] ότι ο πατέρας της υπήρξε άμεμπτος, έγραψε στη διαθήκη του: «Ο Freddy [το όνομα του αγοριού] είναι γιος του Μαρξ ...»




Ο κακός και ανειλικρινής χαρακτήρας του Μαρξ


Σαν ιδιοσυγκρασία, ο Μαρξ μπορούσε να γίνει βάναυσος και αυταρχικός. Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούσε με έναν άξεστο και κακό τρόπο, συχνά γελοιοποιώντας τους σε δημόσιες συγκεντρώσεις. Ο Μαρξ δεν δίσταζε να είναι υποκριτής. Όταν ήθελε κάτι από κάποιον, θα τον κολάκευε σε επιστολές ή συνομιλίες, αλλά μετά θα τους επιτίθετο με άσχημη γλώσσα πίσω από την πλάτη τους, σε άλλους. Συχνά χρησιμοποιούσε ρατσιστικές προσβολές και μειωτικές λέξεις για να περιγράψει τους τρόπους ή την εμφάνιση των αντιπάλων του στο σοσιαλιστικό κίνημα .   


Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του 1862 προς τον Φρίντριχ Ένγκελς, ο Μαρξ περιέγραψε τον κορυφαίο γερμανό σοσιαλιστή του 19ου αιώνα, τον Φερντινάντ Λασάλ, με τον ακόλουθο τρόπο:


«Ο Εβραίος Νέγρος Lassalle ... ευτυχώς αναχωρεί στο τέλος αυτής της εβδομάδας ... Τώρα είναι απολύτως σαφές για μένα, όπως δείχνει τόσο το σχήμα του κεφαλιού όσο και η υφή των μαλλιών του, ότι κατάγεται από τους νέγρους που συμμετείχαν στην Έξοδο του Μωυσή από την Αίγυπτο (εκτός εάν η μητέρα ή η γιαγιά του από την πατρική πλευρά απέκτησε υβριδικούς απογόνους με έναν αράπη). Τώρα αυτός ο συνδυασμός γερμανικότητας και εβραϊσμού μαζί με μια νέγρικη υπόσταση, δημιουργεί ένα παράξενο αποτέλεσμα. Η φορτικότητα αυτού του ανθρώπου είναι επίσης νεγροειδής.»


Στο μυαλό του Μαρξ, ο Εβραίος στην αστική κοινωνία ενσάρκωνε την πεμπτουσία όλων των χαρακτηριστικών που θεωρούσε απεχθή στο καπιταλιστικό σύστημα, και μόνο με το τέλος του καπιταλιστικού συστήματος θα έμπαινε ένα τέλος στα περισσότερα από αυτά τα απωθητικά χαρακτηριστικά . Εδώ είναι η αντίληψη του Μαρξ για το Εβραϊκό μυαλό στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, από το δοκίμιο του «Σχετικά με το Εβραϊκό Ερώτημα» (1844):


«Ποια είναι η κοσμική βάση του Ιουδαϊσμού; Η πρακτική ανάγκη, το προσωπικό συμφέρον. Ποια είναι η κοσμική λατρεία του Εβραίου; Το παζάρι . Ποιος είναι ο κοσμικός του θεός; Το χρήμα! ... Το χρήμα είναι ο φθονερός θεός του Ισραήλ, μπροστά στον οποίο κανένας άλλος θεός δεν μπορεί να υπάρξει.


Το χρήμα υποβαθμίζει όλους τους θεούς της ανθρωπότητας και τους μετατρέπει σε εμπορεύματα ... Τι περιέχεται αφηρημένα στην εβραϊκή θρησκεία – η περιφρόνηση για τη θεωρία, για την τέχνη, για την ιστορία, για τον άνθρωπο ως αυταξία ... Η κοινωνική χειραφέτηση του Εβραίου είναι η χειραφέτηση της κοινωνίας από τον εβραϊσμό.»


(Η περιγραφή-καρικατούρα του Μαρξ για τον υποτιθέμενο «Εβραϊκού νου» ακούγεται εκπληκτικά παρόμοια με αυτά που αργότερα γράφτηκαν από τους Ναζί «φυλετικούς επιστήμονες» της δεκαετίας του 1930, οι οποίοι επίσης καταδίκασαν τους Εβραίους για την ίδια συμφεροντολογική αναζήτηση του χρήματος και την προκύπτουσα εκφυλιστική επιρροή που πίστευαν ότι είχαν οι Εβραίοι στον γερμανικό λαό.)


Ο Μαρξ ήταν επίσης αυτό που κάποιοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν ως λογοκλόπος. Από το 1852 έως το 1862, ο Μαρξ εργάστηκε ως ευρωπαίος ανταποκριτής για την New York Daily Tribune. Ο Μαρξ το έβρισκε πολύ επαχθές να σκαρφίζεται τα δύο απαιτούμενα άρθρα άνα εβδομάδα, για τα οποία πληρωνόταν σχετικά καλά. Αντ' αυτού, περνούσε τον χρόνο του συμμετέχοντας σε επαναστατικές ίντριγκες και ερευνώντας, διαβάζοντας και γράφοντας για αυτό που έγινε το διάσημο έργο του, Das Kapital (Το Κεφάλαιο).


Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς απασχόλησής του Μαρξ στην εφημερίδα, ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε περίπου το ένα τρίτο των άρθρων του. Το όνομα του Μαρξ εξακολουθούσε να εμφανίζεται πάντα ως υπογραφή.


Ένα βρώμικο σπίτι και μια αντίστοιχη προσωπικότητα


Πολλοί έβρισκαν την προσωπική εμφάνιση και τους τρόπους του Μαρξ κάπως απωθητικά ή ακόμα και αποκρουστικά. Το 1850, ένας κατάσκοπος της Πρωσικής αστυνομίας επισκέφθηκε το σπίτι του Μαρξ στο Λονδίνο υποδυόμενος έναν Γερμανό επαναστάτη. Η αναφορά που έγραψε κοινοποιήθηκε στον Βρετανό Πρέσβη στο Βερολίνο. Η έκθεση ανέφερε, σε ένα τμήμα της:


«Ο Μαρξ ζει την ζωή ενός μποέμ διανοουμένου. Το πλύσιμο, το ξύρισμα και η αλλαγή των σεντονιών του είναι πράγματα που κάνει σπάνια, και συχνά είναι μεθυσμένος. Αν και παραμένει συστηματικά αδρανής για μέρες, θα εργαστεί μέρα και νύχτα με ακούραστη αντοχή όταν έχει πολλή δουλειά να κάνει.


Δεν έχει καθορισμένο χρόνο για να κοιμάται ή να ξυπνάει. Συχνά μένει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα και στη συνέχεια ξαπλώνει πλήρως ντυμένος στον καναπέ το μεσημέρι, και κοιμάται μέχρι το βράδυ, χωρίς να ενοχλείται από όλο τον κόσμο που έρχεται ή φεύγει από το δωμάτιό του ... 


Δεν υπάρχει ούτε ένα καθαρό και συμπαγές έπιπλο. Όλα είναι σπασμένα, κουρελιασμένα και σχισμένα, με μισή ίντσα σκόνης πάνω στα πάντα και τρομερή ακαταστασία παντού ...


Όταν μπαίνεις στο δωμάτιο του Μαρξ, οι αναθυμιάσεις του καπνού κάνουν τα μάτια σου να δακρύζουν ... Όλα είναι βρώμικα και καλυμμένα με σκόνη, έτσι ώστε το να καθίσεις κάπου γίνεται ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Εδώ είναι μια καρέκλα με τρία πόδια. Σε μια άλλη καρέκλα τα παιδιά κάνουν ότι μαγειρεύουν. Αυτή η καρέκλα έχει τέσσερα πόδια. Αυτή είναι που προσφέρεται στον επισκέπτη, αλλά τα παιδικά μαγειρέματα δεν έχουν σκουπιστεί, και αν καθίσεις διακινδυνεύεις να χαλάσεις το παντελόνι σου.»


Μια άλλη αναφορά σχετικά με τη συνάντηση του με τον Μαρξ δόθηκε από τον Γκούσταβ Τέκοβ, έναν Πρώσο στρατιωτικό αξιωματούχο που είχε προσχωρήσει στους εξεγερμένους του Βερολίνου κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1848. Ο Τέκοβ έπρεπε να δραπετεύσει στην Ελβετία αφού καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για προδοσία. Η επαναστατική ομάδα με την οποία ο Τέκοβ συνεργάστηκε στην Ελβετία, τον έστειλε στο Λονδίνο και πέρασε κάποιο χρόνο με τον Μαρξ.


Σε μια επιστολή προς τους επαναστατικούς συνεργάτες του, ο Τέκοβ περιέγραψε την εντύπωση του για τον Μαρξ ως άνθρωπο και ως μυαλό. Ήταν η σκιαγράφηση μιας προσωπικότητας που διψούσε για εξουσία και είχε περιφρόνηση τόσο για τους εχθρούς του, όσο και για τους φίλους του:


«Μου έδωσε την εντύπωση μιας τόσο εξαιρετικής πνευματικής ανωτερότητας, όσο και μιας εντυπωσιακής προσωπικότητας. Αν είχε τόση καρδιά όσο είχε μυαλό, κι αν είχε τόση αγάπη όσο είχε μίσος, θα έπεφτα και στη φωτιά για χάρη του, παρά το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έκρυβε την περιφρόνησή του για μένα, αλλά προς το τέλος την κατέστησε αρκετά σαφή...


Λυπάμαι, λόγω του κοινού σκοπού μας, που αυτός ο άνθρωπος δεν έχει, μαζί με την εξαιρετική του ευφυΐα, μια ευγενική καρδιά να προσφέρει στη διάθεσή μας. Είμαι πεπεισμένος πως ό,τι καλό υπήρχε σ’ αυτόν καταστράφηκε από τις άκρως επικίνδυνες προσωπικές του φιλοδοξίες. Γελάει με τους ανόητους που επαναλαμβάνουν μετά από αυτόν την προλεταριακή του κατήχηση, όπως γελάει και με άλλους κομμουνιστές ... και με την αστική τάξη επίσης...



Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο, ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτών, έφυγα με την εντύπωση ότι η προσωπική κυριαρχία είναι ο αυτοσκοπός όλων των δραστηριοτήτων του ... Και ο Μαρξ θεωρεί ότι όλοι οι παλιοί του συνεργάτες είναι, παρά τα σημαντικά τους ταλέντα, πολύ κατώτεροί του και πολύ πίσω του, και αν τολμούσαν ποτέ να το ξεχάσουν αυτό, θα τους έβαζε στη θέση τους με την αλαζονία ενός Ναπολέοντα.»




Ένα βιβλίο οδηγιών για την επανάσταση και τις μαζικές δολοφονίες


Η επιθυμία του Μαρξ να καταστρέψει τους θεσμούς της κοινωνίας και η δίψα του για το αίμα των εχθρών του στην επερχόμενη κομμουνιστική επανάσταση καταγράφηκε στο σχέδιο δράσης του, γραμμένο από κοινού με τον Ένγκελς, για την Κεντρική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Ένωσης τον Μάρτιο του 1850. Διαβάζεται κυριολεκτικά σαν βιβλίο οδηγιών για αυτά που έκανε ο Βλαντιμίρ Λένιν με την ανάληψη της Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία.


Δήλωνε ότι ο στόχος της οργάνωσης ήταν «η ανατροπή των προνομιούχων τάξεων», αρχικά σε συνεργασία με τα μικροαστικά και φιλελεύθερα «μπουρζουάδικα» πολιτικά κόμματα. Ο Μαρξ προειδοποιούσε ότι αυτά τα δημοκρατικά κόμματα θέλουν απλά να δημιουργήσουν μια φιλελεύθερη ατζέντα για τη μείωση των κρατικών δαπανών, για πιο ασφαλή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, και για ορισμένα προγράμματα πρόνοιας για τους φτωχούς. Αντ' αυτών, ο Μαρξ έγραφε ότι


«Είναι το συμφέρον και το καθήκον μας να κάνουμε την επανάσταση μόνιμη, έως ότου όλες οι περισσότερο ή λιγότερο ιδιοκτησιακές τάξεις να έχουν απομακρυνθεί από τις ηγετικές τους θέσεις, μέχρι το προλεταριάτο να κατακτήσει την κρατική εξουσία, και έως ότου η ένωση των προλετάριων να έχει προχωρήσει αρκετά μακριά - όχι μόνο σε μία χώρα αλλά σε όλες τις ηγέτιδες χώρες του κόσμου ...


Η έγνοια μας δεν μπορεί να απλώς είναι η τροποποίηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά η κατάργησή της, όχι η αποσιώπηση των ταξικών ανταγωνισμών αλλά η κατάργηση των τάξεων, όχι η βελτίωση της υπάρχουσας κοινωνίας αλλά η θεμελίωση μιας καινούργιας.»


Στη διαδικασία ανατροπής της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης που αναλαμβάνει την εξουσία μετά το τέλος των μοναρχικών ηγεμόνων, ο Μαρξ είπε ότι το επαναστατικό προλεταριάτο έπρεπε να σχηματίσει ένοπλα «συμβούλια» εκτός της εξουσίας και του ελέγχου της δημοκρατικής κυβέρνησης. Αυτή είναι η ίδια η μέθοδος στην οποία επέμεινε κι ο Λένιν στη Ρωσία με τη μορφή των «Σοβιέτ», μετά την παραίτηση του Ρώσου τσάρου τον Μάρτιο του 1917, και σε αντίθεση με τη νεοσυσταθείσα προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση που αντικατέστησε τη ρωσική μοναρχία.


Ο Μαρξ επέμενε ότι οι φεουδαρχικές εκτάσεις δεν έπρεπε να μετατραπούν σε ιδιωτικές εκμεταλλεύσεις ιδιοκτητών-αγροτών. Όχι, αντ' αυτού, θα έπρεπε να καταληφθούν από το κράτος και να μετατραπούν σε συλλογικές εκμεταλλεύσεις, στις οποίες όλοι οι αγροτικοί πληθυσμοί θα υποχρεώνονταν να ζήσουν και να εργαστούν. Και όλες οι βιομηχανίες έπρεπε να εθνικοποιηθούν υπό μια όλο και πιο συγκεντρωτική και πανίσχυρη προλεταριακή κυβέρνηση, για να διασφαλιστεί το τέλος του καπιταλισμού και της «αστικής» δημοκρατίας.


Επιπλέον, έλεγε ο Μαρξ, οι κομμουνιστές ηγέτες έπρεπε να εργαστούν για να διασφαλίσουν ότι ο άμεσος επαναστατικός ενθουσιασμός δεν θα καταπνιγεί ξαφνικά μετά τη νίκη. Αντιθέτως,


 «... πρέπει να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Μακράν του να αντιταχθεί στις λεγόμενες υπερβολές - τις περιπτώσεις λαϊκής εκδίκησης εναντίον μισητών αντιπάλων ή εναντίον δημόσιων κτιρίων από τα οποία υπήρχαν δυσάρεστες αναμνήσεις - το εργατικό κόμμα όχι μόνο πρέπει να ανέχεται αυτές τις ενέργειες, αλλά θα πρέπει και να τις κατευθύνει.»


Με άλλα λόγια, ο Μαρξ επέμενε να ενθαρρύνει μια φρενίτιδα «εκδίκησης εναντίον μισητών αντιπάλων», κάτι που σαφώς σήμαινε τρομοκρατία και μαζικές δολοφονίες. Και αυτή ήταν επίσης η κατεύθυνση που ακολούθησε ο Λένιν, για να εξασφαλίσει τον θρίαμβο της επανάστασής του στη Ρωσία.


Τα θεμέλια για την πραγματική τραγωδία


Πώς έγινε ο Μαρξ υπέρμαχος των μαζικών δολοφονιών και της δικτατορίας, αντί της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της κοινωνικής ειρήνης; Ποιες πνευματικές επιρροές λειτούργησαν πάνω του που τον οδήγησαν να γίνει ο οραματιστής συνήγορος αυτού που αποκαλούσε «επιστημονικός σοσιαλισμός» και της πεποίθησης ότι οι «νόμοι της ιστορίας» υπαγόρευαν την αναπόφευκτη καταστροφή του καπιταλισμού και τον αναπόδραστο θρίαμβο του κομμουνισμού;


Και πώς αυτή του η σύλληψη για το πεπρωμένο της ανθρωπότητας δημιούργησε τα θεμέλια για την ανθρώπινη τραγωδία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τον εικοστό αιώνα;




Ο Richard M. Ebeling είναι Καθηγητής Ηθικής και Ελεύθερου Επιχειρείν στο The Citadel της Νότιας Καρολίνας. Διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικής Εκπαίδευσης (FEE) από το 2003 έως το 2008.

Επιμέλεια/ Διάθεση: Το Εξπρές του Διαδικτύου